Η φράση "hacer boca" λειτουργεί ως ρήμα στην ισπανική γλώσσα.
/hacer ˈβoka/
Η φράση "hacer boca" χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πράξη του να δημιουργείς ή να προάγεις την επιθυμία για φαγητό, συχνά μέσω ενός μικρού σνακ ή προετοιμασίας ενός ελαφρού γεύματος πριν από το κυρίως φαγητό. Χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό λόγο καθώς και στο γραπτό, και είναι θέμα καθημερινών συζητήσεων, ειδικά στο πλαίσιο των γευμάτων.
"Έφτιαξα μια ελαφριά σαλάτα για να ανοίξω την όρεξη πριν το δείπνο."
"Los aperitivos son perfectos para hacer boca mientras esperas el plato principal."
"Τα ορεκτικά είναι τέλεια για να ανοίξεις την όρεξη ενώ περιμένεις το κυρίως πιάτο."
"Siempre preparo algo pequeño para hacer boca en las fiestas."
"Το να ανοίγεις την όρεξη με τάπας είναι μια παράδοση στην Ισπανία."
"Este plato es perfecto para hacer boca antes del banquete."
"Αυτό το πιάτο είναι τέλειο για να ανοίξεις την όρεξη πριν από το συμπόσιο."
"Los niños siempre hacen boca con frutas antes de la comida."
"Τα παιδιά πάντα ανοίγουν την όρεξη με φρούτα πριν το φαγητό."
"Podemos hacer boca con unos cócteles mientras preparamos la cena."
"Μπορούμε να ανοίξουμε την όρεξη με μερικά κοκτέιλ ενώ ετοιμάζουμε το δείπνο."
"Hacer boca es importante para disfrutar más de la comida."
"Το να ανοίγεις την όρεξη είναι σημαντικό για να απολαύσεις περισσότερο το φαγητό."
"Me gusta hacer boca con algo dulce antes de cenar."
Η φράση "hacer boca" προέρχεται από τη συνένωση του ρήματος "hacer" (να κάνω) και του ουσιαστικού "boca" (στόμα), δηλώνοντας την ενέργεια να «κάνεις» ή να προκαλείς «στόμα» έτοιμο για φαγητό.