"hacer cara" είναι μία φράση που αποτελείται από ένα ρήμα ("hacer") και ένα ουσιαστικό ("cara").
/hacer ˈkaɾa/
Η φράση "hacer cara" χρησιμοποιείται συχνά στη γλώσσα των ισπανόφωνων για να αναφέρεται στο να δείχνει κάποιος ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, συνήθως σε αντίκτυπη κατάσταση ή ως αντίκτυπο σε κάποιο συναίσθημα ή κατάσταση. Επίσης, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πιο γενικές περιπτώσεις όταν αναφερόμαστε στη δράση του να "κάνουμε" ή να "παρουσιάζουμε" κάποιο πρόσωπο, είτε αυτό είναι σωματικά είτε συναισθηματικά. Χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό λόγο, αλλά μπορεί να συναντηθεί και σε γραπτό λόγο.
"Siempre hace cara de sorpresa cuando escucha las noticias."
"Πάντα κάνει μια έκφραση έκπληξης όταν ακούει τα νέα."
"Ella sabe hacer cara cuando está enojada."
"Ξέρει να κάνει μια όψη όταν είναι θυμωμένη."
"En la reunión, hizo cara de desinterés."
"Στη συγκέντρωση, έκανε μια όψη αδιαφορίας."
Η φράση "hacer cara" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στη γλώσσα Ισπανικά. Ακολουθούν μερικές από αυτές:
"Hacer cara a la adversidad."
"Να αντιμετωπίσουμε την αντιξοότητα."
Χρησιμοποιείται για να εκφράσει την ικανότητα να σταθείς όρθιος ενώ έρχεσαι αντιμέτωπος με δυσκολίες.
"Hacer cara de poker."
"Να κάνω πρόσωπο πόκερ."
Χρησιμοποιείται όταν κάποιος προσπαθεί να κρύψει τα συναισθήματά του ή να εμφανιστεί αδιάφορος.
"Hacer cara de felicidad."
"Να δείχνω πρόσωπο ευτυχίας."
Χρησιμοποιείται για να αναδείξει την ικανότητα κάποιου να φανεί ευτυχισμένος, ακόμα κι αν δεν είναι.
"Hacer cara de preocupación."
"Να δείχνω πρόσωπο ανησυχίας."
Χρησιμοποιείται όταν κάποιος δείχνει ότι είναι ανήσυχος ή ταραγμένος.
Η λέξη "hacer" προέρχεται από τη λατινική λέξη "facere", που σημαίνει "να κάνω", ενώ η λέξη "cara" προέρχεται από την λατινική "facialis", που συνδέεται με το πρόσωπο.
Συνώνυμα: - hacer expresión (να κάνω έκφραση) - mostrar (να δείξω)
Αντώνυμα: - ocultar (να κρύψω) - disimular (να συγκαλύψω)
Αυτές οι πληροφορίες ελπίζω να σας φανούν χρήσιμες για να κατανοήσετε καλύτερα την φράση "hacer cara" στη γλώσσα Ισπανικά.