Η φράση "hacer constar" είναι ένα ρήμα στη γλώσσα Ισπανικά.
/hɑˈθeɾ konˈstaɾ/
Η φράση "hacer constar" χρησιμοποιείται για να δηλώσει την πράξη του να αναφέρει ή να καταγράψει κάτι επισήμως, συχνά σε επίσημα έγγραφα ή επικοινωνίες. Χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει ότι κάτι έχει τεκμηριωθεί ή ότι έχει επιβεβαιωθεί ότι συνέβη ή έχει λεχθεί.
Αυτή η φράση είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη σε γραπτό λόγο, σε νομικά ή επίσημα πλαίσια και λιγότερο στον προφορικό λόγο.
Es importante hacer constar que todos los participantes están de acuerdo.
(Είναι σημαντικό να καταγραφεί ότι όλοι οι συμμετέχοντες συμφωνούν.)
Voy a hacer constar en el informe lo sucedido.
(Θα δηλώσω στο έκθεση τι συνέβη.)
El abogado hizo constar en la demanda todas las pruebas necesarias.
(Ο δικηγόρος δήλωσε στην αγωγή όλα τα απαραίτητα αποδεικτικά στοιχεία.)
Η φράση "hacer constar" ενδέχεται να χρησιμοποιείται σε ιδιωματικές εκφράσεις ή φράσεις που σχετίζονται με την επίσημη καταγραφή ή δήλωση:
Hacer constar en acta.
(Να καταγραφεί στο πρακτικό.)
Hacer constar que no hubo daños.
(Να δηλωθεί ότι δεν υπήρξαν ζημιές.)
Hacer constar para evitar malentendidos.
(Να καταγραφεί για να αποφευχθούν οι παρεξηγήσεις.)
Hacer constar en el contrato las condiciones.
(Να αναφερθούν οι προϋποθέσεις στο συμβόλαιο.)
Es recomendable hacer constar cualquier cambio.
(Είναι σύνηθες να καταγράφεται κάθε αλλαγή.)
Η φράση "hacer constar" προέρχεται από το ρήμα "hacer", που σημαίνει "να κάνω" και το ουσιαστικό "constar", το οποίο σχετίζεται με την απόδειξη ή επιβεβαίωση. Το "constar" προέρχεται από το λατινικό "constare", που σημαίνει "να είναι σταθερό ή θα πρέπει να είναι".
Συνώνυμα: - Registrar - Documentar - Declarar
Αντώνυμα: - Ignorar - Omitir - Callar