hacer el amor (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Λέξη: hacer el amor
Μέρος του λόγου:
Η λέξη "hacer el amor" αποτελεί φράση.
Φωνητική μεταγραφή:
(αθρεση ελ αμορ)
Χρήση στα Ισπανικά:
Η φράση "hacer el amor" χρησιμοποιείται στα Ισπανικά για την πράξη του ερωτικού συνευρέσεως.
Συχνά χρησιμοποιείται στον προφορικό λόγο, αλλά μπορεί να συναντηθεί και στο γραπτό πλαίσιο, κυρίως σε έντυπα ή online περιεχόμενα.
Παραδειγματικές προτάσεις:
- Juan y María suelen hacer el amor los fines de semana. (Ο Juan και η María συνήθως έχουν σεξ τα Σαββατοκύριακα.)
- La pareja mayor disfruta hacer el amor como en los viejos tiempos. (Το μεγαλύτερο ζευγάρι απολαμβάνει το σεξ όπως στα παλιά.)
Ετυμολογία:
Η φράση "hacer el amor" προέρχεται από τα Ισπανικά, όπου "hacer" σημαίνει "να κάνει" και "amor" σημαίνει "αγάπη".
Συνώνυμα και Αντώνυμα:
- Συνώνυμα: tener relaciones sexuales, hacer el amor, intimar
- Αντώνυμα: pelear, discutir, alejarse