Η έκφραση "hacer falta" λειτουργεί ως ρήμα και είναι μια φράση που συνδυάζει το ρήμα "hacer" (να κάνω) με το ουσιαστικό "falta" (έλλειψη, ανάγκη).
/haseɾ ˈfaltɑ/
Η φράση "hacer falta" χρησιμοποιείται στα Ισπανικά για να περιγράψει την ανάγκη ή την έλλειψη κάποιου πράγματος ή προσώπου. Είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο, αλλά και γραπτά τις περισσότερες φορές. Χρησιμοποιείται ευρέως για να εκφράσει προτεραιότητες ή ανάγκες, όπως στην περίπτωση που κάποιος αναφέρεται σε κάτι που είναι απολύτως απαραίτητο για μια κατάσταση.
Παραδείγματα:
- Me hace falta un poco de tiempo para terminar el proyecto.
(Χρειάζομαι λίγο χρόνο για να ολοκληρώσω το έργο.)
Η φράση "hacer falta" είναι πολύ συχνή σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά. Συνδέεται με σχετικές έννοιες και αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της γλώσσας.
Παραδείγματα:
- Hacer falta un cambio en la actitud.
(Χρειάζεται μια αλλαγή στη στάση.)
No me hace falta saberlo para confiar en ti.
(Δεν χρειάζεται να το ξέρω για να έχω εμπιστοσύνη σε σένα.)
A veces hace falta un consejo para tomar decisiones.
(Συχνά χρειάζεται μια συμβουλή για να πάρεις αποφάσεις.)
Ella siente que le hace falta compañía.
(Αυτή αισθάνεται ότι της λείπει συντροφιά.)
Hacen falta más recursos para el proyecto.
(Χρειάζονται περισσότερες πόροι για το έργο.)
Η "hacer falta" προέρχεται από την ισπανική γλώσσα, όπου "hacer" σημαίνει "να κάνω" και "falta" είναι ένα ουσιαστικό που προέρχεται από το "faltar", που σημαίνει "λείπω" ή "είμαι ελλιπής".
Συνώνυμα: - necesitar (χρειάζομαι) - requerir (απαιτώ)
Αντώνυμα: - sobrar (περισσεύω) - estar de sobra (είμαι περιττός)