Η φράση "hacer gracia" είναι ένα ρήμα που χρησιμοποιείται συχνά στις καθημερινές συνομιλίες.
/hɛˈθeɾ ˈɡɾaθja/
Η φράση "hacer gracia" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι ή κάποιον που προκαλεί γέλιο ή που είναι αστείο. Συχνά χρησιμοποιείται στον προφορικό λόγο, αν και μπορεί να απαντηθεί και σε γραπτό κείμενο. Είναι μια σχετικά συχνή έκφραση στην ισπανική γλώσσα και χρησιμοποιείται σε πολλές κοινωνικές καταστάσεις.
Παραδείγματα:
- La broma que hizo me hizo gracia.
(Το αστείο που είπε με έκανε να γελάσω.)
A ella le encanta hacer gracia en las fiestas.
(Αυτή αγαπά να είναι αστεία στις γιορτές.)
No entiendo por qué eso hace gracia a la gente.
(Δεν καταλαβαίνω γιατί αυτό είναι αστείο για τους ανθρώπους.)
Η φράση "hacer gracia" χρησιμοποιείται επίσης σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις:
No tiene gracia.
(Δεν έχει καμία αίσθηση του χιούμορ.)
Hacer gracia a alguien.
(Να αρέσεις σε κάποιον ή να τον κάνεις να γελάσει.)
Hacer algo por gracia.
(Να κάνεις κάτι για πλάκα.)
Παραδείγματα ιδιωματικών εκφράσεων:
- El chiste que contó no tiene gracia.
(Το ανέκδοτο που είπε δεν έχει καμία αίσθηση του χιούμορ.)
A veces, hacer gracia a alguien puede ser fácil.
(Ορισμένες φορές, να αρέσεις σε κάποιον μπορεί να είναι εύκολο.)
Esto lo hice por gracia, no en serio.
(Αυτό το έκανα για πλάκα, όχι σοβαρά.)
Η λέξη "hacer" προέρχεται από το λατινικό "facere", που σημαίνει "να κάνω", ενώ η λέξη "gracia" προέρχεται από το λατινικό "gratia", που σημαίνει "ευγένεια" ή "χάρη". Η συνδυασμένη έννοια που προκύπτει είναι αυτή που σχετίζεται με το να προκαλείς χαρά ή γέλιο.
Συνώνυμα: - hacer reír (να προκαλείς γέλιο) - divertir (να διασκεδάζεις)
Αντώνυμα: - aburrir (να βαριέσαι) - entristecer (να προκαλείς λύπη)