Το "hacer mella" είναι μια ρήση, που συνδυάζει το ρήμα "hacer" (να κάνω) με το ουσιαστικό "mella" (αχίνι, ίχνος).
/háθeɾ ˈmeʎa/
Η φράση "hacer mella" χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποιος ή κάτι έχει επιφέρει μια επίδραση ή εντύπωση σε κάποιον. Χρησιμοποιείται κυρίως στον προφορικό λόγο και συχνά σε colloquial (οικείες) καταστάσεις. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή σε καθημερινές συζητήσεις, ειδικά όταν πρόκειται για συναισθηματικούς ή ψυχολογικούς αντίκτυπους.
La crítica de la película hace mella en el público.
(Η κριτική της ταινίας αφήνει εντύπωση στο κοινό.)
Sus palabras hicieron mella en mi corazón.
(Τα λόγια του προκάλεσαν επίδραση στην καρδιά μου.)
Η φράση "hacer mella" είναι συχνά παρούσα σε ιδιωματικές εκφράσεις που αναφέρονται στην επίδραση που έχει κάτι ή κάποιος στους άλλους:
El fracaso hizo mella en su autoestima.
(Η αποτυχία επηρέασε την αυτοεκτίμησή του.)
La noticia de su partida hizo mella en la comunidad.
(Η είδηση της αποχώρησής του άφησε εντύπωση στην κοινότητα.)
La enfermedad hizo mella en su salud.
(Η ασθένεια επηρέασε την υγεία του.)
El clima cambiante hace mella en los cultivos.
(Η μεταβαλλόμενη καιρική κατάσταση επηρεάζει τις σοδιές.)
Las críticas constantes hacen mella en la moral del equipo.
(Οι συνεχείς κριτικές επηρεάζουν το ηθικό της ομάδας.)
Η λέξη "mella" προέρχεται από το λατινικό "mella", που σημαίνει "ίνες", "μαρκάρισμα" ή "σημάδι". Το "hacer" είναι επίσης αποδεδειγμένης λατινικής προέλευσης, από το "facere".
Συνώνυμα:
- Dejar una impresión
- Marcar
Αντώνυμα:
- Ignorar
- Pasar desapercibido
Με την παραπάνω δομή, ελπίζω να σας παρέχω μια ολοκληρωμένη εικόνα του "hacer mella".