Φράση
/haxeɾ neɣoθjo/
Η φράση "hacer negocio" σημαίνει "κάνω μια επιχείρηση" ή "εκπληρώνω ένα οικονομικό συμφέρον". Χρησιμοποιείται συχνά όταν αναφερόμαστε σε εμπορικές δραστηριότητες ή σε διαδικασίες που σχετίζονται με την κερδοφορία. Είναι μια φράση που χρησιμοποιείται και σε προφορικό λόγο και σε γραπτά κείμενα. Η συχνότητα χρήσης είναι αρκετά υψηλή, καθώς οι επιχειρηματικές συζητήσεις είναι κοινές.
Estoy buscando maneras de hacer negocio con mis compañeros.
(Ψάχνω τρόπους να κάνω δουλειά με τους συναδέλφους μου.)
Necesitamos hacer negocio con un nuevo proveedor.
(Πρέπει να κάνουμε επιχείρηση με έναν νέο προμηθευτή.)
Su objetivo es hacer negocio para expandir la empresa.
(Ο στόχος του είναι να κάνει μπίζνα για να επεκτείνει την επιχείρηση.)
Ο όρος "hacer negocio" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Ορισμένες είναι:
(Estoy seguro de que él está haciendo negocio negro.)
(Είμαι σίγουρος ότι αυτός κάνει παράνομες δουλειές.)
Hacer negocios en el extranjero: αναφέρεται στην επιχείρηση ή εμπορικές συναλλαγές που γίνονται εκτός της χώρας.
(Ellos deciden hacer negocios en el extranjero para expandir su mercado.)
(Αποφασίζουν να κάνουν επιχείρηση στο εξωτερικό για να επεκτείνουν την αγορά τους.)
Hacer un buen negocio: χρησιμοποιείται όταν γίνεται μια κερδοφόρα ή συμφέρουσα συναλλαγή.
Η φράση "hacer negocio" προέρχεται από το ρήμα "hacer" που σημαίνει "κάνω" και τη λέξη "negocio" που προέρχεται από τα λατινικά "negotium", το οποίο σημαίνει "οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων ή τις εμπορικές συναλλαγές".
Συνώνυμα:
- Realizar una transacción
- Hacer un trato
Αντώνυμα:
- Perder (χάνω)
- Evitar cualquier actividad comercial (αποφεύγω οποιαδήποτε εμπορική δραστηριότητα)