Η φράση "hacerse el necesario" λειτουργεί ως ρήμα (συγκεφαλαιωμένη μορφή).
/hakeɾse el nese̞saɾjo/
Η φράση "hacerse el necesario" χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια κατάσταση όπου ένα άτομο προσποιείται ή συμπεριφέρεται με τρόπο που να υποδηλώνει ότι είναι απαραίτητο ή σημαντικό, συνήθως σε κάποιο πλαίσιο εργασίας ή κοινωνικής αλληλεπίδρασης. Συνήθως, έχει μια αρνητική χροιά, υποδηλώνοντας ότι το άτομο μπορεί να υπερβάλλει τη σημασία του.
Η φράση χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό λόγο, αλλά μπορεί να εμφανιστεί και σε γραπτό λόγο. Εμφανίζεται με μέτρια συχνότητα, κυρίως σε καταστάσεις όπου οι κοινωνικές σχέσεις και οι εντυπώσεις παίζουν ρόλο.
"Πάντα κάνει τον απαραίτητο στις συναντήσεις."
"No es necesario hacerse el necesario, solo sé tú mismo."
"Δεν χρειάζεται να κάνεις τον απαραίτητο, απλώς να είσαι ο εαυτός σου."
"A veces, la gente se hace el necesario solo para llamar la atención."
Η φράση "hacerse el necesario" μπορεί να συσχετίζεται με διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που εκφράζουν την ανάγκη ή την προσποίηση της σημασίας. Παράδειγμα:
"Δεν είναι καλό να κάνεις τον σημαντικό."
"Si te haces el imprescindible, terminarás solo."
"Αν κάνεις τον απαραίτητο, θα καταλήξεις μόνος."
"Él siempre se hace el experto cuando le conviene."
"Αυτός πάντα κάνει τον ειδικό όποτε τον βολεύει."
"No deberías hacerte el necesario solo por un poco de reconocimiento."
Η φράση προέρχεται από τις ισπανικές λέξεις "hacerse" (να γίνομαι) και "necesario" (απαραίτητος). Συνδυάζουν την έννοια της μεταμόρφωσης ή της πράξης με την έννοια της ανάγκης ή της σημασίας σε μια κοινωνική κατάσταση.
Συνώνυμα: - hacerse el importante (να κάνει τον σημαντικό) - hacerse notar (να κεντρίζει την προσοχή)
Αντώνυμα: - ser humilde (να είναι ταπεινός) - ser desapercibido (να περνάει απαρατήρητος)