Η φράση "hacerse el sueco" είναι μια ιδιωματική έκφραση που λειτουργεί ως ρήμα.
/hakeɾse el ˈsweko/
Η έκφραση "hacerse el sueco" σημαίνει να προσποιείται κανείς ότι δεν καταλαβαίνει ή ότι δεν γνωρίζει κάτι, συχνά για να αποφύγει μια κατάσταση ή ευθύνη. Χρησιμοποιείται κυρίως στην προφορική γλώσσα και μπορεί να έχει μια ελαφριά, χιουμοριστική ή ενοχλητική διάσταση ανάλογα με το πλαίσιο. Είναι μια συνηθισμένη φράση στην ισπανική γλώσσα, και χρησιμοποιείται συχνά σε καθημερινές συνομιλίες.
Juan siempre se hace el sueco cuando le preguntan sobre su trabajo.
(Ο Χουάν πάντα προσποιείται ότι δεν καταλαβαίνει όταν το ρωτούν για τη δουλειά του.)
No te hagas el sueco, sabemos que tú rompiste el jarrón.
(Μην προσποιείσαι ότι δεν καταλαβαίνεις, ξέρουμε ότι εσύ έσπασες τη βάζο.)
A veces es mejor hacerse el sueco que involucrarse en problemas ajenos.
(Καμιά φορά είναι καλύτερο να προσποιείσαι ότι δεν καταλαβαίνεις παρά να εμπλέκεσαι σε ξένα προβλήματα.)
Η φράση "hacerse el sueco" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Ακολουθούν ορισμένα παραδείγματα:
No puedo creer que te hagas el sueco en esta situación.
(Δεν μπορώ να πιστέψω ότι προσποιείσαι ότι δεν καταλαβαίνεις σε αυτή την κατάσταση.)
Ella se hace la sueca cuando no quiere hablar sobre sus sentimientos.
(Αυτή προσποιείται ότι δεν καταλαβαίνει όταν δεν θέλει να μιλήσει για τα συναισθήματά της.)
A veces, hacerse el sueco es una forma de evitar conflictos.
(Μερικά φορά, το να κάνεις τον αδιάφορο είναι ένας τρόπος να αποφεύγεις τις συγκρούσεις.)
Η προέλευση της φράσης ενδέχεται να προέρχεται από τη σύνδεση της Σουηδίας με την εικόνα των ανθρώπων που είναι ήρεμοι και αδιάφοροι, όχι διατεθειμένοι να εμπλακούν σε εντάσεις ή συζητήσεις, παρόλο που η πραγματική ιστορία μπορεί να είναι πιο περίπλοκη και να σχετίζεται με πολιτισμικά στερεότυπα.