Το "hachar" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου είναι: [aˈt͡ʃaɾ].
Η λέξη "hachar" μεταφράζεται στα ελληνικά ως "σπάω", "κόβω", "πατάω".
Το "hachar" χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει την ενέργεια του να σπάζεις ή να κόβεις κάτι με δύναμη. Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενο σε προφορικό λόγο, αν και μπορεί να εμφανίζεται και σε γραπτά κείμενα.
"Voy a hachar la madera para la fogata."
"Θα σπάσω ξύλα για τη φωτιά."
"Necesitamos hachar estas ramas para limpiar el jardín."
"Πρέπει να κόψουμε αυτά τα κλαδιά για να καθαρίσουμε τον κήπο."
Το "hachar" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, δείχνοντας τη χρήση του σε διαφορετικά συμφραζόμενα.
"Hachar el camino."
"Να ανοίξεις τον δρόμο."
(Σημαίνει να διευκολύνεις ή να προετοιμάσεις κάτι.)
"Hachar a alguien a patadas."
"Να διώξεις κάποιον με κλωτσιές."
(Μεταφορικά, σημαίνει να απομακρύνεις κάποιον με βίαιο τρόπο.)
"Hachar la leña para el invierno."
"Να κόψεις ξύλα για το χειμώνα."
(Σημαίνει να προετοιμάζεσαι για το μέλλον.)
"Hachar en la mina."
"Να δουλέψεις σκληρά."
(Μεταφορικά, σημαίνει να εργάζεσαι σκληρά για την επίτευξη κάποιου στόχου.)
Η λέξη "hachar" προέρχεται από το λατινικό "falcāre", το οποίο σημαίνει "να κόβεις" ή "να σπας".
Συνώνυμα: cortar, romper, triturar
Αντώνυμα: unir, juntar, completar