Η λέξη "hachazo" είναι ουσιαστικό (sustantivo) στη γλώσσα Ισπανικά.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "hachazo" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου (IPA) είναι: /aˈtʃa.so/
Η λέξη "hachazo" αναφέρεται σε ένα δυνατό χτύπημα με τσεκούρι ή άλλο κοφτερό εργαλείο. Χρησιμοποιείται επίσης μεταφορικά για να περιγράψει οποιαδήποτε σοβαρή ή καταχρηστική επίθεση. Στη γλώσσα Ισπανικά, η χρήση της λέξης είναι συχνή στην προφορική γλώσσα, ιδιαίτερα σε συζητήσεις που σχετίζονται με επιθέσεις, βία ή καταστροφή.
Ο κλέφτης δέχτηκε ένα χτύπημα στο κεφάλι κατά τη διάρκεια της αντιπαράθεσης.
El hachazo que dio al árbol fue tan fuerte que cayó de inmediato.
Το χτύπημα που έδωσε στο δέντρο ήταν τόσο δυνατό που έπεσε αμέσως.
La noticia del hachazo a la empresa sorprendió a todos los empleados.
Η λέξη "hachazo" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις ή φράσεις:
Το χτύπημα της προδοσίας ήταν αναπάντεχο.
"Recibió un hachazo en sus sueños cuando fracasó en la prueba."
Δέχτηκε ένα χτύπημα στα όνειρά του όταν απέτυχε στη δοκιμή.
"La economía sufrió un hachazo después de la crisis."
Η οικονομία υπέστη ένα πλήγμα μετά την κρίση.
"El hachazo de la crítica dolió, pero mejoró su trabajo."
Το χτύπημα της κριτικής πόνεσε, αλλά βελτίωσε τη δουλειά του.
"Su confianza recibió un hachazo tras el rechazo."
Η αυτοπεποίθησή του δέχτηκε ένα πλήγμα μετά την απόρριψη.
"El hachazo de culpa lo persiguió por mucho tiempo."
Η λέξη "hachazo" προέρχεται από τη λέξη "hacha", που σημαίνει "τσέκουρι" και το κατάληκτικο "-azo", που χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει μεγάλα ή δυνατότερα τινάγματα ή χτυπήματα.
Συνώνυμα: - Golpe (χτύπημα) - Lesión (πληγή)
Αντώνυμα: - Caricia (αγγίγμα) - Cuidado (προσοχή)