Hacinamiento είναι ένα ουσιαστικό (sustantivo).
/aθi.na.ˈmen.to/
Η λέξη "hacinamiento" αναφέρεται στη κατάσταση κατά την οποία πολλά άτομα ή πράγματα είναι συγκεντρωμένα σε ένα μικρό χώρο, γεγονός που οδηγεί σε συμφόρηση ή συνωστισμό. Χρησιμοποιείται συχνά στον τομέα του δικαίου, ιδίως όταν μιλάμε για τις συνθήκες κράτησης σε φυλακές ή άλλες εγκαταστάσεις. Ο όρος είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενος σε γραπτό λόγο, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί στον προφορικό λόγο σε κατάλληλα συμφραζόμενα.
Ο συνωστισμός στις φυλακές είναι ένα σοβαρό πρόβλημα.
El hacinamiento de las personas en el transporte público durante las horas pico es incómodo.
Η λέξη "hacinamiento" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως σε κοινωνικά και νομικά συμφραζόμενα.
Οι πρόσφυγες υποφέρουν από συνωστισμό στους καταυλισμούς.
"Causar hacinamiento":
Η έλλειψη στέγης προκαλεί συνωστισμό στις πόλεις.
"Evitar el hacinamiento":
Είναι σημαντικό να αποφεύγεται ο συνωστισμός στις σχολικές αίθουσες.
"Hacinamiento extremo":
Η λέξη "hacinamiento" προέρχεται από το ρήμα "hacinar", το οποίο σημαίνει "να συγκεντρώνεις" ή "να αποθηκεύεις σε μεγάλο αριθμό σε μικρό χώρο". Η ρίζα του ρήματος σχετίζεται με την έννοια των αποθηκών ή των θέσεων αποθήκευσης.
Συνώνυμα: - Congestión (συμφόρηση) - Apiñamiento (συνωστισμός)
Αντώνυμα: - Espacio (χώρος) - Desahogo (ανακούφιση)