Hada: ουσιαστικό (feminine noun)
/ˈaða/
Η λέξη "hada" αναφέρεται σε μια μυθική ή παραμυθένια φιγούρα που έχει συνήθως μαγικές δυνάμεις. Σε πολλές περιπτώσεις, οι "hadas" απεικονίζονται ως μικρές, παρόμοιες με ανθρώπους, με φτερά και οικολογική ή προστατευτική διάθεση. Στον προφορικό λόγο, η χρήση της λέξης είναι αρκετά συχνή, αν και μπορεί να εμφανίζεται πιο συχνά σε λογοτεχνικά ή παιδικά πλαίσια.
Η νεράιδα εκπλήρωσε μια ευχή στο κορίτσι.
Los cuentos de hadas son muy populares entre los niños.
Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη "hada" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις ή μεταφορικά συμφραζόμενα.
"Ella es como un hada madrina para sus amigos." («Αυτή είναι σαν μια νεράιδα βάπτισης για τους φίλους της.»)
Hada de los dientes.
"Cuando perdí mi primer diente, esperé a la hada de los dientes." («Όταν έχασα το πρώτο μου δόντι, περίμενα τη Νεράιδα των Δοντιών.»)
Dame un poco de magia, hada.
Η λέξη "hada" προέρχεται από τη λατινική λέξη "fata," που αναφέρεται σε μοιραίες ή υπερφυσικές οντότητες.
Συνώνυμα: - Duende (Δαίμονας) - Madrina (Νονοί, συχνά χρησιμοποιούμενη σαν νεράιδα βάπτισης)
Αντώνυμα: - Demónio (Δαίμονας, σε κάποιες παραδόσεις αντιπροσωπεύει το κακό) - Humano (Ανθρώπινος, σε αντίθεση με το μαγικό ή την υπερφυσικότητα των νεράιδων)
Η λέξη "hada" αποτελεί σημαντικό μέρος της ισπανικής κουλτούρας και γλώσσας, συχνά χρησιμοποιούμενη σε παραμύθια και παιδικές ιστορίες. Η παρουσία της στη γλώσσα αποδεικνύει την αναγκαιότητα της μυθοπλασίας στην καθημερινή ζωή και τη φαντασία.