Halagador είναι επίθετο στα Ισπανικά.
Φωνητική μεταγραφή: [alaɣaˈðoɾ]
Η λέξη halagador χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι ή κάποιον που προσφέρει ή εκφράζει κομπλιμέντο ή επαίνους. Συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει σχόλια ή συμπεριφορές που είναι κολακευτικές ή επαινετικές. Στη σύγχρονη Ισπανική γλώσσα, αυτή η λέξη χρησιμοποιείται συχνά και πριν ή κατά τη διάρκεια κοινωνικών αλληλεπιδράσεων.
Η λέξη halagador χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό λόγο, κυρίως σε κοινωνικές περιστάσεις, καθώς οι άνθρωποι ενδέχεται να θέλουν να κάνουν θετικές εντυπώσεις στους άλλους.
Ο λόγος του προεδρεύοντος ήταν επαινετικός για όλους τους παρευρισκομένους.
Siempre me hace sentir bien con sus comentarios halagadores.
Πάντα με κάνει να νιώθω καλά με τις κολακευτικές του παρατηρήσεις.
Recibí un mensaje halagador de un amigo sobre mi nuevo proyecto.
Η λέξη halagador εμφανίζεται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις, που συνήθως αναφέρονται σε ανθρώπινες συμπεριφορές ή σχόλια:
Δεν υπάρχει τίποτα πιο επαινετικό από ένα ειλικρινές κομπλιμέντο.
Sus palabras halagadoras me animaron a seguir adelante.
Οι επαινετικές του λέξεις με ενθάρρυναν να συνεχίσω.
Es halagador ser elogiado por el trabajo realizado.
Είναι κολακευτικό να επαινείται κάποιος για τη δουλειά που έχει κάνει.
A veces, un gesto halagador puede cambiar el día de alguien.
Μερικές φορές, μια κολακευτική κίνηση μπορεί να αλλάξει την ημέρα κάποιου.
El comportamiento halagador de algunos puede ser cuestionable.
Η λέξη halagador προέρχεται από το ρήμα halagar, το οποίο σημαίνει "να επαινέσεις" ή "να κολακεύσεις". Σημαντική είναι η ρίζα του, που προέρχεται από το λατινικό "alagare", που είναι συνώνυμο του να κολακεύεις.