Η λέξη "hall" είναι ουσιαστικό.
/hal/
Στα Ισπανικά, η λέξη "hall" αναφέρεται σε έναν μεγάλο χώρο ή αίθουσα, συνήθως χρησιμοποιούμενη σε δημόσια ή ιδιωτικά κτίρια. Ενδέχεται να χρησιμοποιείται σε διαφορετικά πλαίσια, όπως καλλιτεχνικές εκδηλώσεις ή δεξιώσεις. Στη γλώσσα των Ισπανών, η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι αρκετά υψηλή, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και πιο συχνά στα γραπτά κείμενα περιγράφοντας χώρους.
El hall del hotel es muy amplio y acogedor.
(Ο χολ του ξενοδοχείου είναι πολύ ευρύχωρος και φιλόξενος.)
Nos reunimos en el hall antes de la conferencia.
(Συναντηθήκαμε στον χολ πριν από την διάσκεψη.)
Η λέξη "hall" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις ή σε φράσεις που μπορεί να είναι χαρακτηριστικές του ισπανικού λόγου.
El hall de la fama – (Η είσοδος της δόξας) αναφέρεται σε μια αναγνώριση ή βραβείο σε τομείς όπως ο αθλητισμός ή η ψυχαγωγία.
Hall de espera – (Αίθουσα αναμονής) αναφέρεται σε έναν χώρο αναμονής, όπως σε σταθμούς ή σε αεροδρόμια.
Llegar al hall del éxito – (Να φτάσεις στην είσοδο της επιτυχίας) που σημαίνει να πλησιάσεις την επιτυχία ή να είσαι κοντά στην επίτευξή της.
Pasar el rato en el hall es muy relajante.
(Να περνάς χρόνο στον χολ είναι πολύ χαλαρωτικό.)
Disfrutamos de una exposición en el hall del museo.
(Απολαύσαμε μια έκθεση στον χολ του μουσείου.)
Η λέξη "hall" έχει προέλευση από την Αγγλική γλώσσα, προερχόμενη από την παλαιά Αγγλική λέξη "heall," που σημαίνει αίθουσα ή μεγάλο δωμάτιο. Η χρήση της έχει επεκταθεί σε πολλές άλλες γλώσσες, περιλαμβάνοντας τα Ισπανικά.
Συνώνυμα: - salón - sala - vestíbulo
Αντώνυμα: - espacio cerrado (κλειστός χώρος) - habitación pequeña (μικρό δωμάτιο)