Η λέξη "hallazgo" είναι ουσιαστικό.
/hajˈsaɣo/
Η λέξη "hallazgo" αναφέρεται σε κάτι που έχει βρεθεί ή ανακαλυφθεί, συνήθως σε ένα πλαίσιο έρευνας ή ανάλυσης. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με συχνότητα χρήσης που καθορίζεται από το συγκεκριμένο πεδίο (π.χ. επιστήμη, νομικά, ιατρική).
El hallazgo de la nueva especie cautivó a los biólogos.
Η ανακάλυψη του νέου είδους κατέπληξε τους βιολόγους.
Su hallazgo en el caso fue fundamental para resolverlo.
Η ανακάλυψή του στην υπόθεση ήταν θεμελιώδης για την επίλυσή της.
El hallazgo arqueológico reveló secretos de la antigüedad.
Η αρχαιολογική ανακάλυψη αποκάλυψε μυστικά της αρχαιότητας.
Η λέξη "hallazgo" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Παρακάτω είναι μερικές παραδείγματα:
Hallazgo inesperado.
Ανακάλυψη που δεν αναμενόταν.
Un hallazgo sorprendente.
Μια εκπληκτική ανακάλυψη.
El hallazgo del siglo.
Η ανακάλυψη του αιώνα.
El hallazgo fatal.
Η μοιραία ανακάλυψη.
Un hallazgo que cambia las reglas del juego.
Μια ανακάλυψη που αλλάζει τους κανόνες του παιχνιδιού.
Η λέξη "hallazgo" προέρχεται από το ρήμα "hallar," που σημαίνει "να βρεις" ή "να ανακαλύψεις." Το "hallazgo" αναφέρεται, επομένως, στο αποτέλεσμα της ενέργειας του να βρίσκεις κάτι.