"halo" είναι ουσιαστικό.
Ακολουθώντας το Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο (IPA), η φωνητική μεταγραφή είναι: /ˈa.lo/
Ο όρος "halo" αναφέρεται σε ένα φωτεινό στεφάνι ή κύκλο που περιβάλλει φώτα ή αντικείμενα, συχνά χρησιμοποιούμενος για περιγραφές αστρονομικών φαινομένων ή σε θρησκευτικά συμφραζόμενα για να υποδηλώσει αγιότητα.
Συχνότητα χρήσης: Ο όρος χρησιμοποιείται σχετικά συχνά στον γραπτό λόγο, ειδικά σε θεματολογία που σχετίζεται με την επιστήμη, τη θρησκεία και την τέχνη. Στον προφορικό λόγο, μπορεί να είναι λιγότερο κοινός, εκτός αν αναφέρεται σε συγκεκριμένα θέματα.
(Η σελήνη είχε ένα λαμπερό φωτοστέφανο που την έκανε να φαίνεται μαγική.)
Los santos en la pintura a menudo se representan con un halo.
(Οι άγιοι στην ζωγραφική συχνά απεικονίζονται με ένα φωτοστέφανο.)
El fenómeno del halo es bastante interesante en astronomía.
Ο "halo" δεν είναι ευρέως διαδεδομένος σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά εδώ είναι μερικές προτάσεις που περιλαμβάνουν τον όρο με διαφορετικές σημασίες:
(Το φωτοστέφανο μυστηρίου που περιβάλλει την υπόθεση είναι συναρπαστικό.)
A veces, las personas tienen un halo de confianza que las hace destacar.
(Μερικές φορές, οι άνθρωποι έχουν ένα φωτοστέφανο εμπιστοσύνης που τους κάνει να ξεχωρίζουν.)
Su discurso estaba lleno de un halo de esperanza.
Η λέξη "halo" προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό "ἅλως" (hálōs) που σημαίνει "κύκλος" ή "στεφάνι". Εισήχθη στη λατινική γλώσσα, διατηρώντας σχεδόν την ίδια γραφή και σημασία.
Συνώνυμα: - aureola (αχτίνα) - circunferencia (περίμετρος)
Αντώνυμα: - sombra (σκιά) - oscuridad (σκοτάδι)