harina: ουσιαστικό (feminino)
/häˈɾina/
Η λέξη harina σημαίνει «αλεύρι», και αναφέρεται σε λεπτό, σκόνη που προέρχεται από την άλεση δημητριακών ή άλλων τροφών, και χρησιμοποιείται κυρίως στη μαγειρική και τη ζαχαροπλαστική. Στη γλώσσα των Ισπανών, το harina είναι ένα συνηθισμένο και καθημερινό όρο που χρησιμοποιείται τόσο στο προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο. Στην καθημερινότητά τους, οι άνθρωποι αναφέρονται συχνά στη harina όταν μιλούν για την προετοιμασία φαγητού, όπως ψωμί, κέικ ή ζυμαρικά.
Necesito comprar harina para hacer pan.
(Χρειάζομαι να αγοράσω αλεύρι για να κάνω ψωμί.)
La harina es esencial para la repostería.
(Το αλεύρι είναι απαραίτητο για τη ζαχαροπλαστική.)
En la receta se indica añadir dos tazas de harina.
(Στη συνταγή λέει να προσθέσετε δύο φλιτζάνια αλευριού.)
Η λέξη harina χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά:
Con la harina en la mano
(Με το αλεύρι στο χέρι) - σημαίνει ότι κάποιος έχει κάτι έτοιμο ή έχει πάρει μέτρα για να προετοιμαστεί.
Echar harina sobre el fuego
(Να ρίχνεις αλεύρι στη φωτιά) - αναφέρεται στο να προσθέτεις προβλήματα ή να περιπλέκεις μια κατάσταση.
Aflorar la harina
(Να βγαίνει το αλεύρι) - χρησιμοποιείται μεταφορικά για να σημαίνει την αποκάλυψη ή την ανακάλυψη ενός μυστικού.
Η λέξη harina προέρχεται από το λατινικό farina, που σημαίνει «αλεύρι». Η ρίζα αυτή αναφέρεται σε λεπτό αλέθισμα σπόρων.
Συνώνυμα: - polvo (σκόνη) - harina de maíz (καλαμποκάλευρο)
Αντώνυμα: - grano (σπόρος) - entero (ολόκληρο)