Το ρήμα "hartar" στα Ισπανικά σημαίνει να χορταίνεις ή να κουράζεσαι από κάτι, συνήθως από μια κατάσταση που είναι υπερβολική ή επαναλαμβανόμενη. Χρησιμοποιείται συχνά στην καθημερινή ομιλία για να εκφράσει ότι κάποιος έχει φτάσει στο σημείο όπου δεν μπορεί ή δεν θέλει να συνεχίσει λόγω υπερφορτωμένης φύσης μιας δραστηριότητας ή μιας προσωπικής κακής εμπειρίας. Η συχνότητα χρήσης είναι αρκετά υψηλή, κυρίως στον προφορικό λόγο, καθώς είναι μέρος πολλών καθημερινών συνομιλιών.
Δεν θέλω να κουράσω τους φίλους μου με τα προβλήματά μου.
Me harté de esperar en la fila.
Κουράστηκα να περιμένω στη σειρά.
A veces, es bueno hartar un poco para poder descansar.
Ο όρος "hartar" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά. Εδώ είναι μερικές παραδείγματα:
Ejemplo: La política ha hartado a la sociedad.
Hartarse de algo:
Ejemplo: Me harté de la comida rápida.
No harta a los demás:
Η λέξη "hartar" προέρχεται από τη Λατινική λέξη "hartere", που σημαίνει "να κορεστεί" ή "να γεμίσει". Αρχικά συνδεόταν με την έννοια του να φτάσεις σε ένα σημείο κορεσμού.
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "hartar" στο Ισπανικά γλώσσα.