Ρήμα.
/hartarse/
Η λέξη "hartarse" σημαίνει να κουράζεται ή να βαριέται κάποιος από κάτι σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην το επιθυμεί πια. Χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να δηλώσει ότι κάποιος έχει φτάσει στα όριά του ή έχει χορτάσει από μία κατάσταση. Η χρήση της είναι συχνή και μπορεί να συναντηθεί τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Κουράστηκα να περιμένω τη βροχή.
Ella se hartó de sus constantes quejas.
Η λέξη "hartarse" συχνά χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που τονίζουν την κορεστική κατάσταση.
Είμαι κουρασμένος από τη συμπεριφορά σου.
Se hartó de vivir en esa ciudad.
Κουράστηκε να ζει σε αυτήν την πόλη.
No puedo más, me estoy hartando de esta situación.
Δεν αντέχω πια, κουράζομαι από αυτή την κατάσταση.
Me harté de hacer siempre lo mismo.
Η λέξη "hartarse" προέρχεται από το λατινικό "fartare", που σημαίνει «να γεμίσει». Με την πάροδο του χρόνου, η σημασία της εξελίχθηκε ώστε να αναφέρεται στην αίσθηση του να έχει κανείς φτάσει στα όρια της αντοχής του.
Συνώνυμα: - cansarse (κουράζομαι) - saturarse (κορεσμένος)
Αντώνυμα: - disfrutar (ευχαριστιέμαι) - querer (θέλω)