hartazgo είναι ένα ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA): /aɾˈt̪aθo/
Η λέξη hartazgo αναφέρεται σε μια κατάσταση ικανοποίησης ή κορεσμού, όταν κάποιος έχει φτάσει στο όριο της ανοχής ή της αντοχής του, είτε από την κατανάλωση τροφής είτε από την τακτική έκθεση σε κάτι που αρχίζει να γίνεται υπερβολικό ή ενοχλητικό. Χρησιμοποιείται συχνά σε προφορικό και γραπτό λόγο, αλλά είναι πιο κοινό σε ανεπίσημες ή καθημερινές συζητήσεις.
Μετά από τόση φαγητό, νιώθω έναν κορεσμό που δεν μπορώ να αντέξω.
Su hartazgo por las excusas constantes lo llevó a alejarse de ella.
Η λέξη hartazgo χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές φράσεις:
Είμαι κουρασμένος από τον καθημερινό κορεσμό της ρουτίνας.
No puedo más, estoy en un estado de hartazgo total.
Δεν μπορώ άλλο, βρίσκομαι σε κατάσταση πλήρους κορεσμού.
Su hartazgo por la falta de respeto es evidente.
Ο κορεσμός του από την έλλειψη σεβασμού είναι εμφανής.
Hay un hartazgo general con la corrupción en el gobierno.
Η λέξη hartazgo προέρχεται από το ρήμα hartar, το οποίο σημαίνει "να χορταίνω" ή "να κουράζω". Συνδέεται με την ιδέα του να έχεις φτάσει σε ένα σημείο όπου δεν μπορείς να αντέξεις άλλο.
Συνώνυμα: - agotamiento - saturación - cansancio
Αντώνυμα: - alivio - refresco - entusiasmo