hastio - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

hastio (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

hastio: ουσιαστικό

Φωνητική μεταγραφή

[asˈtio]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και Χρήση

Η λέξη hastio αναφέρεται σε μια αίσθηση κούρασης ή δυσαρέσκειας, συχνά λόγω υπερβολικής προσπάθειας ή επανάληψης. Χρησιμοποιείται κυρίως στο γραπτό πλαίσιο και έχει μια πιο τυπική ή λογοτεχνική χρήση.

Συχνότητα Χρήσης

Είναι σχετικά λιγότερο συχνή στον προφορικό λόγο και πιο συχνά εμφανίζεται σε λογοτεχνικά κείμενα ή ιατρικές αναφορές.

Παραδείγματα Χρήσης

  1. El hastio que siento después de trabajar tanto es abrumador.
  2. Η κούραση που νιώθω μετά από τόση δουλειά είναι συντριπτική.

  3. La hastio de la rutina diaria me lleva a buscar nuevas experiencias.

  4. Η αναστάτωση της καθημερινής ρουτίνας με οδηγεί στο να αναζητώ νέες εμπειρίες.

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη hastio μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την κόπωση ή την αναστάτωση.

Παραδείγματα Ιδιωματικών Εκφράσεων

  1. Sentir hastio por la monotonía.
  2. Να νιώθεις κούραση από τη μονοτονία.

  3. No hay peor hastio que el del alma.

  4. Δεν υπάρχει χειρότερη αναστάτωση από αυτή της ψυχής.

  5. El hastio se apodera de mí con el tiempo.

  6. Η κούραση με καταλαμβάνει με το πέρασμα του χρόνου.

  7. Al llegar a casa, el hastio me envolvió.

  8. Όταν έφτασα στο σπίτι, η κούραση με τύλιξε.

  9. El hastio de la vida moderna puede ser abrumador.

  10. Η κούραση της σύγχρονης ζωής μπορεί να είναι συντριπτική.

Ετυμολογία

Η λέξη hastio προέρχεται από την ισπανική ρίζα «hastiar», που σημαίνει "να κουράζεις ή να ενοχλείς". Αυτή η ρίζα σχετίζεται με την αίσθηση δυσαρέσκειας και κόπωσης.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα

Αντώνυμα



23-07-2024