hastio: ουσιαστικό
[asˈtio]
Η λέξη hastio αναφέρεται σε μια αίσθηση κούρασης ή δυσαρέσκειας, συχνά λόγω υπερβολικής προσπάθειας ή επανάληψης. Χρησιμοποιείται κυρίως στο γραπτό πλαίσιο και έχει μια πιο τυπική ή λογοτεχνική χρήση.
Είναι σχετικά λιγότερο συχνή στον προφορικό λόγο και πιο συχνά εμφανίζεται σε λογοτεχνικά κείμενα ή ιατρικές αναφορές.
Η κούραση που νιώθω μετά από τόση δουλειά είναι συντριπτική.
La hastio de la rutina diaria me lleva a buscar nuevas experiencias.
Η λέξη hastio μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την κόπωση ή την αναστάτωση.
Να νιώθεις κούραση από τη μονοτονία.
No hay peor hastio que el del alma.
Δεν υπάρχει χειρότερη αναστάτωση από αυτή της ψυχής.
El hastio se apodera de mí con el tiempo.
Η κούραση με καταλαμβάνει με το πέρασμα του χρόνου.
Al llegar a casa, el hastio me envolvió.
Όταν έφτασα στο σπίτι, η κούραση με τύλιξε.
El hastio de la vida moderna puede ser abrumador.
Η λέξη hastio προέρχεται από την ισπανική ρίζα «hastiar», που σημαίνει "να κουράζεις ή να ενοχλείς". Αυτή η ρίζα σχετίζεται με την αίσθηση δυσαρέσκειας και κόπωσης.