Το "haz" είναι ρήμα.
/haz/
Το "haz" είναι η εντολή (imperativo) του ρήματος "hacer" που σημαίνει "κάνω" στα Ισπανικά. Χρησιμοποιείται συχνά για να δώσει οδηγίες ή να ζητήσει από κάποιον να κάνει κάτι. Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενο στον προφορικό λόγο, αλλά μπορεί να εμφανίζεται και σε γραπτά κείμενα.
Haz lo que quieras.
Κάνε ό,τι θέλεις.
Si quieres, haz otra vez la tarea.
Αν θέλεις, κάνε ξανά την εργασία.
En la reunión, haz preguntas si tienes dudas.
Στη συνάντηση, κάνε ερωτήσεις αν έχεις αμφιβολίες.
Το "haz" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις, παρακάτω παρατίθενται μερικές:
Haz lo que te plazca.
Κάνε ό,τι σου αρέσει.
Haz de cuenta que no pasó nada.
Κάνε σαν να μην συνέβη τίποτα.
Haz un esfuerzo.
Κάνε μία προσπάθεια.
Haz una prueba.
Κάνε μία δοκιμή.
Hazme un favor.
Κάνε μου μία χάρη.
Haz lo posible.
Κάνε το δυνατό.
Η λέξη "haz" προέρχεται από το αρχαίο Ισπανικό "hacer" και συνδέεται με τη Λατινική ρίζα "facere", που σημαίνει "κάνω".
Συνώνυμα:
- Realiza (εκτέλεσε)
- Ejecuta (πραγματοποίησε)
Αντώνυμα:
- Deshacer (καταστρέφω)
- Negar (αρνούμαι)