Η λέξη "hecha" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "hecha" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι /ˈetʃa/.
Η λέξη "hecha" προέρχεται από το ρήμα "hacer", που σημαίνει «κάνω» ή «φτιάχνω». Χρησιμοποιείται στα ισπανικά για να αναφερθεί σε κάτι που έχει κατασκευαστεί ή έχει γίνει. Συχνότητα χρήσης της λέξης είναι μέτρια, χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο και σε καθημερινές συζητήσεις.
Hecha de madera, la silla es muy resistente.
(Φτιαγμένη από ξύλο, η καρέκλα είναι πολύ ανθεκτική.)
La tarea fue hecha a tiempo.
(Η εργασία έγινε στην ώρα της.)
Η λέξη "hecha" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Ακολουθούν παραδείγματα με μεταφράσεις:
Hecha la ley, hecha la trampa.
(Φτιαγμένος ο νόμος, φτιαγμένη και η απάτη.)
Hecha la costumbre, ya no hay retorno.
(Αφού έχει γίνει η συνήθεια, δεν υπάρχει επιστροφή.)
Todo está hecho y bien hecho.
(Όλα είναι έτοιμα και καλά φτιαγμένα.)
Η λέξη "hecha" προέρχεται από το ρήμα "hacer", το οποίο έχει υποστεί κλίση και αλλαγές στο χρόνο και το γένος για να αποκτήσει τη μορφή "hecha", που είναι ο συμμετοχικός τύπος του ρήματος στο θηλυκό γένος.
Συνώνυμα: - Fabricada (Φτιαγμένη) - Creada (Δημιουργημένη)
Αντώνυμα: - Deshecha (Καταστραμμένη) - Inacabada (Ατελής)