Η λέξη "hechicero" είναι ουσιαστικό.
/etʃiˈθeɾo/ (ισπανικά από Ισπανία)
/etʃiˈsero/ (ισπανικά από Λατινική Αμερική)
Η λέξη "hechicero" χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα άτομο που ασκεί μαγεία ή έχει δυνάμεις να επηρεάζει άλλους μέσω της μαγείας. Είναι συχνά συνδεδεμένη με τη θρησκεία, τα παραμύθια και τις λαϊκές ιστορίες. Στη γλώσσα των Ισπανικών, η χρήση της είναι αρκετά συχνή, κυρίως σε προφορικούς και λογοτεχνικούς λόγους.
Ο μάγος εκτόξευσε μια κατάρα πάνω στο χωριό.
Cuentan que el hechicero podía comunicarse con los espíritus.
Λέγεται ότι ο μάγος μπορούσε να επικοινωνήσει με τα πνεύματα.
El pueblo tenía miedo del hechicero que vivía en la montaña.
Η λέξη "hechicero" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε καθορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο σχετίζεται με παραδοσιακές φράσεις:
(Σημαίνει να έχεις πολλές γοητευτικές ή ελκυστικές ικανότητες όσον αφορά τις σχέσεις.)
"Hechicero de palabras"
(Αναφέρεται σε κάποιον που είναι πολύ γοητευτικός ή πειστικός στην ομιλία του.)
"Hechicero del destino"
Η λέξη "hechicero" προέρχεται από το λατινικό "fascināre", που σημαίνει να προσελκύεις ή να γοητεύεις, μέσω της μαγείας ή της επίδρασης.
Encantador (γοητευτής)
Αντώνυμα: