Το "hechizar" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή του "hechizar" είναι /e.t͡ʃiˈθaɾ/ (στην ισπανική προφορά της Ισπανίας).
Η λέξη "hechizar" αναφέρεται στη διαδικασία της πρόκλησης μαγείας ή στη χρήση μαγικών δυνάμεων για να επηρεάσει ή να γοητεύσει κάποιον. Στη γλώσσα των Ισπανικών, χρησιμοποιείται συχνά για να δηλώσει το να σαγηνεύεις ή να γοητεύεις κάποιον με ένα εντυπωσιακό ή μυστηριώδες τρόπο. Χρησιμοποιείται και στους δύο τομείς, προφορικώς και γραπτώς, αλλά είναι πιο κοινή σε λογοτεχνικά ή φανταστικά κείμενα.
El mago hechiza a la princesa con un encantamiento.
(Ο μάγος γοητεύει την πριγκίπισσα με ένα ξόρκι.)
La historia cuenta que un hechizo puede hechizar a cualquier persona.
(Η ιστορία λέει ότι ένα ξόρκι μπορεί να γοητεύσει οποιονδήποτε.)
Ella siempre sabía cómo hechizar a la audiencia con sus palabras.
(Αυτή πάντα ήξερε πώς να γοητεύει το ακροατήριο με τα λόγια της.)
Η λέξη "hechizar" συχνά χρησιμοποιείται σε ιδιωματικές εκφράσεις:
Hechizar la mente.
(Γοητεύω το μυαλό.)
Δηλώνει την ικανότητα να επηρεάζεις βίαια ή μαγικά τη σκέψη κάποιου.
Estar hechizado.
(Είμαι γοητευμένος/η.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που έχει χάσει τη λογική του λόγω μιας ακαταμάχητης γοητείας.
Hechizo de amor.
(Ξόρκι αγάπης.)
Αναφέρεται σε μαγικά ξόρκια που με هدف να προκαλέσουν αγάπη ή γοητεία μεταξύ δύο προσώπων.
Hechizar el corazón.
(Γοητεύω την καρδιά.)
Δηλώνει την ικανότητα να ελκύεις και να εγκαθιστάς συναισθηματική έλξη.
Hechizar a alguien con palabras.
(Γοητεύω κάποιον με λόγια.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει (συχνά ρητορικά) την ικανότητα που έχει κάποιος να εντυπωσιάσει με τη συζήτηση ή την ρητορική του.
Η λέξη "hechizar" προέρχεται από το ουσιαστικό "hechizo", το οποίο σημαίνει "ξόρκι" ή "μαγείρεμα", και αυτό με τη σειρά του προέρχεται από την λατινική λέξη "factis", που σημαίνει "κατασκευάζω" ή "κάνω".
Magnetizar (μαγνητίζω)
Αντώνυμα:
Αυτές οι πληροφορίες εξασφαλίζουν μια ολοκληρωμένη κατανόηση της λέξης "hechizar" και της χρήσης της στον ισπανικό γλωσσικό χώρο.