hechizo - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

hechizo (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Φωνητική μεταγραφή

/et͡ʃiˈθo/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη hechizo προέρχεται από τα ισπανικά και αναφέρεται σε ένα ξόρκι ή μια μαγική αφήγηση που χρησιμοποιείται για να επιτευχθούν διάφορα αποτελέσματα, συνήθως με αρνητική ή μυθική χροιά. Επίσης μπορεί να αναφέρεται σε μια γοητεία ή έναν μαγικό μηχανισμό που χρησιμοποιεί μια πηγή δύναμης. Στη γλώσσα των Ισπανών χρησιμοποιείται συχνά σε παραμύθια, θρύλους, καθώς και σε περιγραφή καταστάσεων που σχετίζονται με την μαγεία. Η χρήση της λέξης είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο παρά στον γραπτό.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. El hechizo que lanzó la bruja no funcionó.
    (Το ξόρκι που εκτόξευσε η μάγισσα δεν λειτούργησε.)

  2. Se dice que un hechizo puede cambiar el destino de una persona.
    (Λέγεται ότι ένα ξόρκι μπορεί να αλλάξει τη μοίρα ενός ανθρώπου.)

  3. Ella estaba tan encantada por el hechizo que apenas podía hablar.
    (Ήταν τόσο γοητευμένη από το ξόρκι που σχεδόν δεν μπορούσε να μιλήσει.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

  1. Hacer un hechizo sobre alguien.
    (Να κάνεις ξόρκι σε κάποιον.)
    Χρησιμοποιείται για να περιγράψει το επικίνδυνο ή την προσπάθεια να επηρεάσεις τα συναισθήματα κάποιου.

  2. Caer bajo el hechizo de alguien.
    (Να πέσεις κάτω από το ξόρκι κάποιου.)
    Χρησιμοποιείται για να περιγράψει τον ενθουσιασμό ή την γοητεία προς κάποιον άλλο.

  3. El hechizo de la luna llena.
    (Το ξόρκι της πανσέληνου.)
    Αναφέρεται σε μια ρομαντική ή μαγευτική ατμόσφαιρα που προκαλείται από την πανσέληνο.

  4. Deshacer un hechizo.
    (Να λύσεις ένα ξόρκι.)
    Χρησιμοποιείται για να περιγράψει τις προσπάθειες ενός ατόμου να απελευθερωθεί από μια κατάσταση ή επίδραση που έχει προκαλέσει κάποιο ξόρκι.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη hechizo προέρχεται από το ρήμα hechizar, το οποίο σημαίνει "να μαγεύεις" ή "να κερδίζεις". Η ρίζα της βρίσκεται στα λατινικά, με το "fascinare" (να γοητεύεις ή να μαγεύεις), υποδηλώνοντας την έννοια της μαγείας και της γοητείας.

Συνώνυμα και Αντώνυμα



22-07-2024