Η λέξη "hedor" χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια έντονη και δυσάρεστη οσμή. Στη γλώσσα των Ισπανών, συνήθως χρησιμοποιείται σε περιγράμματα καταστάσεων ή αντικειμένων που εκπέμπουν κακή μυρωδιά. Εμφανίζεται πιο συχνά στον προφορικό λόγο, αν και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε γραπτό πλαίσιο.
Η βρώμα από τα σκουπίδια ήταν ανυπόφορη.
Después de la lluvia, el hedor de los desagües se intensificó.
Μετά την βροχή, η δυσωδία από τις αποχετεύσεις εντάθηκε.
El hedor de los huevos podridos llenó la habitación.
Η λέξη "hedor" δεν είναι τόσο συνηθισμένη σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να εκφράσει μια συγκεκριμένη ιδέα ή κατάσταση.
Έχω μια δυσωδία που δεν φεύγει. (αναφέρεται σε κάτι που δεν μπορεί να λυθεί ή να απαλλαγεί).
Echar un hedor.
Εκπέμπω μια βρώμα. (χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι δυσάρεστο ή απαίσιο).
Hedor a pescado.
Η λέξη "hedor" προέρχεται από το λατινικό "odor", το οποίο σημαίνει "μυρωδιά" ή "οσμή", μαζί με την προσθήκη του ελληνικού προθέματος "he-" που υποδηλώνει μια αρνητική έννοια του.
aroma (άρωμα, αν και έχει συχνά θετική φορτίση)
Αντώνυμα: