Το "helar" είναι ρήμα.
[εˈλαɾ]
Το "helar" σημαίνει "να παγώσει" ή "να γίνει κρύο". Χρησιμοποιείται κυρίως σε καταστάσεις όπου κάτι γίνεται σε χαμηλή θερμοκρασία, όπως το νερό που παγώνει σε πάγο. Η λέξη είναι συχνά χρησιμοποιούμενη στη γλώσσα των φυσικών επιστημών ή σε καθημερινές καταστάσεις που σχετίζονται με το κρύο και τον καιρό. Χρησιμοποιείται και στους δύο τύπους λόγου, αλλά είναι πιο συχνά στη γραπτή μορφή, λόγω των επιστημονικών αναφορών.
El agua comienza a helar cuando la temperatura baja a cero grados.
Το νερό αρχίζει να παγώνει όταν η θερμοκρασία χαμηλώνει στους μηδέν βαθμούς.
Es mejor helar la carne para conservarla por más tiempo.
Είναι καλύτερο να παγώσουμε το κρέας για να το διατηρήσουμε περισσότερο.
En invierno, la nieve empieza a helar por las noches.
Το χειμώνα, το χιόνι αρχίζει να παγώνει τη νύχτα.
Το "helar" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε συγκεκριμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να προκύψουν κάποιες από αλληλοσυσχετισμένα θέματα:
"Estar helado"
Σημαίνει "είμαι παγωμένος", που μπορεί να αναφέρεται σε κάποιον που αισθάνεται πολύ κρύο.
Ejem: Después de estar tanto tiempo afuera, me quedé helado.
Ενδεικτικά: Αφού έμεινα τόσο καιρό έξω, το πήρα κρύο.
"Se me heló la sangre"
Σημαίνει "μου πάγωσε το αίμα", συνήθως χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις φόβου ή σοκ.
Ejem: Cuando vi el accidente, se me heló la sangre.
Ενδεικτικά: Όταν είδα το ατύχημα, μου πάγωσε το αίμα.
"Hacer hielo"
Σημαίνει "να φτιάξεις πάγο" και χρησιμοποιείται κυρίως όταν μιλάμε για την παρασκευή πάγου.
Ejem: Necesito hacer hielo para la fiesta.
Ενδεικτικά: Χρειάζομαι να φτιάξω πάγο για το πάρτι.
Η λέξη "helar" προέρχεται από τη Λατινική λέξη "gelare", η οποία σημαίνει "να παγώσει".
Αυτή είναι η ολοκληρωμένη ανάλυση του ρήματος "helar" στα ισπανικά.