Η λέξη "hemiparesia" είναι ουσιαστικό της γλώσσας Ισπανικά.
Φωνητική μεταγραφή:
[emiparesía]
Μετάφραση:
Ελληνικό: ημιπάρεση
Σημασία/Χρήση:
Η λέξη "hemiparesia" αναφέρεται στην μειωμένη δύναμη ή παράλυση που επηρεάζει μόνο το ήμισυ του σώματος, συνήθως λόγω κινητοποιητικού προβλήματος στον εγκέφαλο ή το νωτιαίο μυελό. Χρησιμοποιείται κυρίως στον ιατρικό χώρο, ειδικά στον τομέα της νευρολογίας.
Παραδειγματικές προτάσεις:
El paciente sufrió una hemiparesia después del accidente cerebrovascular. (Ο ασθενής υπέστη ημιπάρεση μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο.)
La hemiparesia puede afectar tanto a adultos como a niños. (Η ημιπάρεση μπορεί να επηρεάσει και ενήλικες αλλά και παιδιά.)
Ιδιωματικές εκφράσεις:
Δεν υπάρχουν ιδιωματικές εκφράσεις που χρησιμοποιούν τη λέξη "hemiparesia".
Ετυμολογία:
Η λέξη "hemiparesia" προέρχεται από τη σύνθεση των όρων "hemi-" (ημι-) και "-paresia" (παράλυση).