hemiparesia - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

hemiparesia (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου:

Η λέξη "hemiparesia" είναι ουσιαστικό της γλώσσας Ισπανικά.

Φωνητική μεταγραφή:

[emiparesía]

Μετάφραση:

Ελληνικό: ημιπάρεση

Σημασία/Χρήση:

Η λέξη "hemiparesia" αναφέρεται στην μειωμένη δύναμη ή παράλυση που επηρεάζει μόνο το ήμισυ του σώματος, συνήθως λόγω κινητοποιητικού προβλήματος στον εγκέφαλο ή το νωτιαίο μυελό. Χρησιμοποιείται κυρίως στον ιατρικό χώρο, ειδικά στον τομέα της νευρολογίας.

Παραδειγματικές προτάσεις:

  1. El paciente sufrió una hemiparesia después del accidente cerebrovascular. (Ο ασθενής υπέστη ημιπάρεση μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο.)
  2. La hemiparesia puede afectar tanto a adultos como a niños. (Η ημιπάρεση μπορεί να επηρεάσει και ενήλικες αλλά και παιδιά.)

Ιδιωματικές εκφράσεις:

Δεν υπάρχουν ιδιωματικές εκφράσεις που χρησιμοποιούν τη λέξη "hemiparesia".

Ετυμολογία:

Η λέξη "hemiparesia" προέρχεται από τη σύνθεση των όρων "hemi-" (ημι-) και "-paresia" (παράλυση).

Συνώνυμα και Αντώνυμα:



3