Hemisferio (ισπανικά) - Ουσιαστικό, αρσενικό.
/hemisˈfeɾjo/
Η λέξη hemisferio αναφέρεται σε ένα από τα δύο μισά ενός σφαίρου ή μίας σφαίρας. Συνήθως χρησιμοποιείται για να περιγράψει τα γεωγραφικά ημισφαίρια της Γης, όπως το βόρειο και το νότιο ημισφαίριο, αλλά μπορεί επίσης να αναφέρεται σε ημισφαίρια του εγκεφάλου ή άλλες σφαίρες σε διάφορους τομείς όπως η ιατρική, η γεωγραφία και η φυσική.
Η λέξη είναι αρκετά συχνή στη γλώσσα των Ισπανών και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό κείμενο.
Το βόρειο ημισφαίριο έχει κλίμα διαφορετικό από το νότιο ημισφαίριο.
El hemisferio derecho del cerebro está relacionado con la creatividad.
Το δεξί ημισφαίριο του εγκεφάλου σχετίζεται με τη δημιουργικότητα.
En la clase de geografía, aprendimos sobre los hemisferios de la Tierra.
Η λέξη hemisferio μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις, όπως:
Να βλέπεις τα πράγματα από την μία πλευρά στην άλλη.
Un hemisferio en la luna.
Ένα ημισφαίριο στο φεγγάρι (χρησιμοποιείται στην εικόνα του "κάποιος που είναι απομακρυσμένος από την πραγματικότητα").
Hemisferio dividido.
Η λέξη προέρχεται από το ελληνικό ἡμισφαίριον (hemispharion), που σημαίνει «μισό σφαίρα», ενώ το πρόθεμα "hēmi-" σημαίνει "μισό" και το "sphaira" σημαίνει "σφαίρα".
Συνώνυμα: - Medio (μέσο, μεσό) - σε κάποιες περιπτώσεις, ανάλογα με τη χρήση.
Αντώνυμα: - Totalidad (ολότητα) - αναφέρεται στο σύνολο.
Αυτή η ανάλυση παρέχει μια ολοκληρωμένη κατανόηση της λέξης hemisferio στα Ισπανικά, καλύπτοντας τον ορισμό, τη χρήση της και τις σχετικές γλωσσικές πτυχές.