Hemorragia είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Φωνητική μεταγραφή σύμφωνα με το Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο (IPA): /em.oˈɾa.xi.a/
Η λέξη hemorragia αναφέρεται στην απώλεια αίματος από το κυκλοφορικό σύστημα, είτε εσωτερικά είτε εξωτερικά. Είναι ένας ιατρικός όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει οποιαδήποτε περίσταση όπου το αίμα διαφεύγει από αγγεία. Χρησιμοποιείται πιο συχνά σε ιατρικά συμφραζόμενα, και η συχνότητά της είναι υψηλή στο γραπτό λόγο, κυρίως σε επιστημονικά κείμενα και ιατρικές αναφορές.
Η αιμορραγία του ασθενούς ελέγχθηκε γρήγορα.
Si no se detiene la hemorragia, puede haber consecuencias graves.
Η λέξη hemorragia χρησιμοποιείται λιγότερο συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά παρακάτω είναι μερικές σχετικές προτάσεις:
Ο πόλεμος άφησε μια αιμορραγία πόρων στη χώρα.
La hemorragia financiera de la empresa preocupa a los inversionistas.
Η χρηματοοικονομική αιμορραγία της εταιρείας ανησυχεί τους επενδυτές.
Después del accidente, la hemorragia de sangre fue alarmante.
Η λέξη hemorragia προέρχεται από τα Ελληνικά "ἡ αἵματος ῥεῦμα" (η ροή αίματος) και πέρασε μέσω του λατινικού "haemorrhagia".
Συνώνυμα: - pérdida de sangre (απώλεια αίματος) - flujo sanguíneo (ροή αίματος)
Αντώνυμα: - hemostasia (αιμόσταση – η διαδικασία διακοπής της αιμορραγίας)