henchir - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

henchir (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ρήμα

Φωνητική μεταγραφή

/hɛnˈtʃiɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "henchir" στα Ισπανικά σημαίνει "να γεμίσει" ή "να φουσκώσει". Συνήθως χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία του να γεμίζει ένα αντικείμενο ή ένα χώρο με μια ουσία, όπως υγρά ή αέρια. Η λέξη χρησιμοποιείται και σε μεταφορικό επίπεδο, για να υποδηλώσει κάτι που αυξάνεται σε μέγεθος ή ένταση. Η συχνότητα χρήσης είναι αρκετά υψηλή, κυρίως στον προφορικό λόγο, αν και απαντάται και σε γραπτά κείμενα.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El globo comenzó a henchir.
  2. Το μπαλόνι άρχισε να φουσκώνει.

  3. Necesitamos henchir el tanque de agua.

  4. Πρέπει να γεμίσουμε τη δεξαμενή νερού.

  5. La emoción comenzó a henchir su corazón.

  6. Ο ενθουσιασμός άρχισε να γεμίζει την καρδιά του.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "henchir" μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. Henchir de orgullo.
  2. "Γεμάτος περηφάνια."
  3. A veces, es bueno henchir de orgullo por nuestros logros.
  4. Μερικές φορές, είναι καλό να γεμίζουμε με περηφάνια για τα επιτεύγματά μας.

  5. Henchido de sueños.

  6. "Γεμάτος όνειρα."
  7. La juventud está henchida de sueños y esperanzas.
  8. Η νεολαία είναι γεμάτη όνειρα και ελπίδες.

  9. Henchir el alma.

  10. "Να γεμίσει η ψυχή."
  11. La música puede henchir el alma de alegría.
  12. Η μουσική μπορεί να γεμίσει την ψυχή με χαρά.

  13. Henchido de emociones.

  14. "Γεμάτος συναισθήματα."
  15. El final de la película me dejó henchido de emociones.
  16. Το τέλος της ταινίας με άφησε γεμάτο συναισθήματα.

Ετυμολογία της λέξης

Η προέλευση της λέξης "henchir" προέρχεται από το λατινικό "inplere," που σημαίνει "να γεμίσει." Η γλωσσική ρίζα δείχνει στοιχεία μιας διαδικασίας ή δράσης που οδηγεί στο γέμισμα ή την αύξηση.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Llenar (γεμίζω) - Inflar (φουσκώνω) - Colmar (καλύπτω)

Αντώνυμα: - Vaciar (αδειάζω) - Reducir (μειώνω) - Desinflar (ξεφουσκώνω)



23-07-2024