Ρήμα
/hɛnˈtʃiɾ/
Η λέξη "henchir" στα Ισπανικά σημαίνει "να γεμίσει" ή "να φουσκώσει". Συνήθως χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία του να γεμίζει ένα αντικείμενο ή ένα χώρο με μια ουσία, όπως υγρά ή αέρια. Η λέξη χρησιμοποιείται και σε μεταφορικό επίπεδο, για να υποδηλώσει κάτι που αυξάνεται σε μέγεθος ή ένταση. Η συχνότητα χρήσης είναι αρκετά υψηλή, κυρίως στον προφορικό λόγο, αν και απαντάται και σε γραπτά κείμενα.
Το μπαλόνι άρχισε να φουσκώνει.
Necesitamos henchir el tanque de agua.
Πρέπει να γεμίσουμε τη δεξαμενή νερού.
La emoción comenzó a henchir su corazón.
Η λέξη "henchir" μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Μερικές φορές, είναι καλό να γεμίζουμε με περηφάνια για τα επιτεύγματά μας.
Henchido de sueños.
Η νεολαία είναι γεμάτη όνειρα και ελπίδες.
Henchir el alma.
Η μουσική μπορεί να γεμίσει την ψυχή με χαρά.
Henchido de emociones.
Η προέλευση της λέξης "henchir" προέρχεται από το λατινικό "inplere," που σημαίνει "να γεμίσει." Η γλωσσική ρίζα δείχνει στοιχεία μιας διαδικασίας ή δράσης που οδηγεί στο γέμισμα ή την αύξηση.
Συνώνυμα: - Llenar (γεμίζω) - Inflar (φουσκώνω) - Colmar (καλύπτω)
Αντώνυμα: - Vaciar (αδειάζω) - Reducir (μειώνω) - Desinflar (ξεφουσκώνω)