Επίθετο (participio pasado) ή ουσιαστικό.
/hɛɾeˈðaðo/
Η λέξη "heredado" προέρχεται από το ρήμα "heredar", που σημαίνει "κληρονομούμε" ή "παραλαμβάνουμε". Χρησιμοποιείται για να δηλώσει κάτι που έχει κληρονομηθεί ή αποκτηθεί μέσω κληρονομιάς. Στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά, οικονομικά και καθημερινά συμφραζόμενα, καθώς η έννοια της κληρονομιάς είναι σημαντική.
Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή, κυρίως σε γραπτό λόγο, όπως νομικά έγγραφα και οικονομικές αναφορές, αλλά εμφανίζεται και σε προφορικές συνέπειες.
El patrimonio ha sido heredado por los hijos.
(Η περιουσία έχει κληρονομηθεί από τα παιδιά.)
Los valores familiares son heredados de generación en generación.
(Οι οικογενειακές αξίες κληρονομούνται από γενιά σε γενιά.)
Un legado heredado
(Μια κληρονομημένη κληρονομιά)
Αυτή η φράση αναφέρεται σε κάτι πολύτιμο που περνάει από τη μία γενιά στην άλλη.
Herencia heredada
(Κληρονομιά που έχει κληρονομηθεί)
Χρησιμοποιείται όταν μιλάμε για συγκεκριμένα στοιχεία που έχουν μεταβιβαστεί.
Responsabilidad heredada
(Κληρονομημένη ευθύνη)
Υποδεικνύει ευθύνες που περνούν από τους προγόνους στους απογόνους.
Tradiciones heredadas
(Κληρονομημένες παραδόσεις)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει παραδόσεις που διατηρούνται μέσα από τις γενιές.
Riqueza heredada
(Κληρονομημένος πλούτος)
Αναφέρεται στον πλούτο που αποκτάται μέσω κληρονομιάς.
Η λέξη "heredado" προέρχεται από το ρήμα "heredar", που είναι λατινικής καταγωγής (hereditare) και σχετίζεται με τις λέξεις "herencia" (κληρονομιά) και "heredero" (κληρονόμος).
Αυτές οι λέξεις και οι φράσεις συνδέονται με την έννοια της κληρονομιάς και της μετάδοσης στοιχείων από τη μια γενιά στην άλλη.