Η λέξη "hereje" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "hereje" είναι /eˈɾe.xe/.
Η λέξη "hereje" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως: - αιρετικός - αίρεση
Η λέξη "hereje" αναφέρεται σε κάποιον ή κάτι που διαφέρει από τη συνηθισμένη ή παραδεδεγμένη πίστη, συνήθως σε θρησκευτικό πλαίσιο. Χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει άτομα που ακολουθούν ιδέες ή δοξασίες που αντιτίθενται στις κύριες διδασκαλίες μιας θρησκείας. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, ειδικά σε παραδοσιακά ή θρησκευτικά συμφραζόμενα.
Η αίρεση καταδικάστηκε από την εκκλησία.
Él fue acusado de hereje por sus creencias.
Η λέξη "hereje" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά παρακάτω είναι μερικές προτάσεις που την περιλαμβάνουν:
Να ζεις ως αιρετικός μπορεί να είναι δύσκολο σε μια συντηρητική κοινωνία.
Algunas ideas son consideradas herejía en la religión.
Ορισμένες ιδέες θεωρούνται αίρεση στη θρησκεία.
Discutir sobre temas controvertidos puede hacerte parecer un hereje.
Η λέξη "hereje" προέρχεται από το λατινικό "haereticus", που σημαίνει "αυτός που διαφωνεί". Αυτή η λέξη με τη σειρά της προέρχεται από το ελληνικό "αἱρετικός" (hairetikos), που έχει παρόμοια σημασία και συνδέεται με την έννοια της επιλογής.
Συνώνυμα: - Aquí: αίρεση, αιρετικός.
Αντώνυμα: - Ortodoxia (ορθόδοξη πίστη) - Conformidad (συμμόρφωση)
Η λέξη "hereje" έχει σημαντική πολιτισμική και θρησκευτική σημασία στη γλώσσα των Ισπανόφωνων και συνδέεται με θέματα πίστης και ιδεολογίας.