Η λέξη "herencia" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/h.e.ˈɾen.θja/
Στα ισπανικά, η λέξη "herencia" αναφέρεται στην περιουσία, τα δικαιώματα ή τις αξίες που μεταβιβάζονται από τους προγόνους στους απογόνους. Χρησιμοποιείται σε νομικά και οικονομικά πλαίσια, αλλά και σε πιο γενικές κοινωνικές συζητήσεις.
Η συχνότητα χρήσης της "herencia" είναι υψηλή, καθώς σχετίζεται με θέματα που αφορούν την οικογένεια, την περιουσία και την κοινωνία. Χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό λόγο, αλλά είναι και κοινώς προφορική.
La herencia familiar es muy importante para nuestra cultura.
(Η οικογενειακή κληρονομιά είναι πολύ σημαντική για τον πολιτισμό μας.)
Recibí una herencia significativa de mis abuelos.
(Έλαβα μια σημαντική κληρονομιά από τους παππούδες μου.)
Η λέξη "herencia" χρησιμοποιείται επίσης σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις:
"Herencia cultural":
(Πολιτιστική κληρονομιά)
Refleja el legado que tenemos de nuestras raíces.
(Αντικατοπτρίζει την κληρονομιά που έχουμε από τις ρίζες μας.)
"Herencia genética":
(Γενετική κληρονομιά)
La herencia genética se transmite de una generación a otra.
(Η γενετική κληρονομιά μεταδίδεται από μια γενιά στην άλλη.)
"Herencia histórica":
(Ιστορική κληρονομιά)
La herencia histórica de una nación influye en su identidad.
(Η ιστορική κληρονομιά ενός έθνους επηρεάζει την ταυτότητά του.)
Η λέξη "herencia" προέρχεται από το λατινικό "hereditatem," το οποίο σημαίνει "κληρονομιά" και σχετίζεται με τη λέξη "heres," που σημαίνει "κληρονόμος."
Συνώνυμα: - legado (κληρονομιά) - patrimonio (περιουσία)
Αντώνυμα: - pérdida (απώλεια) - destrozo (καταστροφή)