"Herida" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/h.eˈɾi.ða/
Η λέξη "herida" αναφέρεται σε έναν τραυματισμό ή πληγή που μπορεί να είναι αποτέλεσμα ατυχήματος, βίας ή ιατρικής κατάστασης. Χρησιμοποιείται συχνά στον τομέα της ιατρικής για να περιγράψει μία σωματική βλάβη. Η χρήση της είναι συχνή σε καθημερινές καταστάσεις και έχει μεγάλη απήχηση τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Αυτή έχει μια πληγή στο πόδι.
Es importante limpiar la herida para evitar infecciones.
Είναι σημαντικό να καθαρίσετε την πληγή για να αποφύγετε λοιμώξεις.
La herida tardó semanas en sanar.
Η λέξη "herida" χρησιμοποιείται και σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά, οι οποίες εκφράζουν συναισθηματικές ή φυσικές πληγές:
Μετάφραση: Πληγή από έρωτα.
No hay herida que no sane con el tiempo.
Μετάφραση: Καμία πληγή δεν θα επουλωθεί με τον χρόνο.
Las palabras pueden causar heridas profundas.
Μετάφραση: Οι λέξεις μπορούν να προκαλέσουν βαθιές πληγές.
Heridas del pasado.
Μετάφραση: Πληγές από το παρελθόν.
Curar una herida emocional.
Μετάφραση: Θεραπεία ενός συναισθηματικού τραύματος.
Heridas que marcan.
Η λέξη "herida" προέρχεται από το λατινικό "vulnerata" που σημαίνει "τραυματισμένη", υποδηλώνοντας μια κατάσταση πληγής ή τραύματος.
Συνώνυμα: - Trauma (τραύμα) - Llaga (πληγή)
Αντώνυμα: - Sanación (ίαση) - Salud (υγεία)