herido: Επίθετο (αρσενικό) και ουσιαστικό.
/εˈɾido/
Η λέξη herido χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που έχει υποστεί τραυματισμό ή βλάβη, είτε σωματικά είτε συναισθηματικά. Στα ισπανικά, μπορεί να αφορά τραυματίες από ατυχήματα, πολέμους ή άλλους κινδύνους. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, ιδιαίτερα σε νοσοκομεία, ιατρικά κείμενα και ειδήσεις που αναφέρονται σε ατυχήματα ή ένοπλες συγκρούσεις. Χρησιμοποιείται συχνά και στον προφορικό λόγο, αλλά και στο γραπτό.
Ο τραυματίας μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο.
Los médicos están atendiendo al herido.
Οι γιατροί φροντίζουν τον τραυματία.
Un herido grave necesitaba asistencia urgente.
Η λέξη herido μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
(Αυτό σημαίνει ότι κάποιος έχει υποφέρει συναισθηματικά από μια ερωτική απογοήτευση).
Herido en el orgullo.
(Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που έχει πληγωθεί ψυχολογικά από μια προσβολή ή μια αποτυχία).
Herir los sentimientos de alguien.
Η λέξη herido προέρχεται από το λατινικό ρήμα "ferire", που σημαίνει "χτυπώ" ή "τραυματίζω". Η ρίζα του αναφέρεται σε σωματικές ή συναισθηματικές βλάβες.
Συνώνυμα: - Lastimado (τραυματισμένος) - Dañado (ζημιωμένος)
Αντώνυμα: - Sano (υγιής, μη τραυματισμένος) - Ileso (αβλαβής)