Ρήμα
/hɛˈɾiɾ/
Η λέξη "herir" χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη δράση του να τραυματίζεις ή να προκαλείς πόνο σε κάποιον, είτε σωματικά είτε συναισθηματικά. Στη γλώσσα των Ισπανών, είναι συχνά χρήση με ιατρικές, νομικές και στρατιωτικές αναφορές. Η χρήση της είναι αρκετά συχνή και συναντάται σε προφορικό και γραπτό λόγο.
Προτάσεις: 1. Él fue herido en la batalla. - Αυτός τραυματίστηκε στη μάχη.
Η λέξη "herir" χρησιμοποιείται και σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις:
Είναι καλύτερο να μιλήσεις παρά να πληγώσεις κάποιον χωρίς λόγο.
Herir el orgullo
(Να πληγώσεις την υπερηφάνεια)
Αυτό το σχόλιο πλήγωσε την υπερηφάνεια του.
Herir de muerte
(Να τραυματίσεις θανάσιμα)
Η λέξη "herir" προέρχεται από το λατινικό "ferire", που σημαίνει "χτυπώ" ή "τραυματίζω".
Συνώνυμα: - Lesionar - Dañar - Lastimar
Αντώνυμα: - Curar (να θεραπεύω) - Ayudar (να βοηθάω) - Cuidar (να προσέχω)