Η λέξη "herramienta" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/h.e.raˈmi.en.ta/
Η λέξη "herramienta" στα Ισπανικά αναφέρεται σε κάθε εργαλείο ή μέσο που χρησιμοποιείται για να διευκολύνει την εκτέλεση μιας συγκεκριμένης εργασίας. Χρησιμοποιείται ευρέως σε τομείς όπως η βιομηχανία, η χειροτεχνία, η οικοδόμηση και η επιστήμη. Είναι μια συχνά χρησιμοποιούμενη λέξη, κυρίως σε γραπτό αλλά και σε προφορικό λόγο.
Χρειάζομαι ένα κατάλληλο εργαλείο για να επισκευάσω το ποδήλατό μου.
Las herramientas son esenciales en cualquier proyecto de construcción.
Τα εργαλεία είναι απαραίτητα σε οποιοδήποτε έργο κατασκευής.
Con esta herramienta, puedes medir con gran precisión.
Η λέξη "herramienta" χρησιμοποιείται επίσης σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στη γλώσσα Ισπανικά. Ορισμένες από αυτές είναι:
"Η ύπαρξη ενός υπολογιστή είναι ένα βασικό εργαλείο για δουλειά σήμερα."
Herramientas del conocimiento
"Τα βιβλία είναι εργαλεία της γνώσης που ποτέ δεν βγαίνουν από τη μόδα."
Herramienta de cambio
"Η εκπαίδευση είναι ένα εργαλείο αλλαγής στην κοινωνία."
Herramientas digitales
Η λέξη "herramienta" προέρχεται από το λατινικό "ferramentum", που σημαίνει "εργαλείο", και έχει εξελιχθεί μέσω του παλαιού ισπανικού "heramienta".
Συνώνυμα: - utensilio (συσκευή) - instrumento (όργανο)
Αντώνυμα: - sin herramienta (χωρίς εργαλείο) - inefectivo (αναποτελεσματικός)