Η λέξη "hervor" είναι ουσιαστικό.
/erˈβor/
Η λέξη "hervor" αναφέρεται στη διαδικασία βρασμού ενός υγρού, όταν οι φυσαλίδες αερίων απελευθερώνονται από το υγρό και σχηματίζουν αφρό στην επιφάνειά του. Χρησιμοποιείται κυρίως στην επιστημονική ή τεχνική γλώσσα, αλλά μπορεί να εμφανιστεί και σε καθημερινές συζητήσεις. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, με περισσότερη παρουσία στο γραπτό κείμενο παρά στον προφορικό λόγο.
El agua alcanzó el hervor antes de añadir la pasta.
(Το νερό έφτασε στο βρασμό πριν προσθέσουμε τα ζυμαρικά.)
Durante el hervor, es importante remover la mezcla.
(Κατά τη διάρκεια του βρασμού, είναι σημαντικό να ανακατεύουμε το μείγμα.)
Η λέξη "hervor" δεν έχει πολλές άμεσες ιδιωματικές εκφράσεις, όμως μπορεί να χρησιμοποιηθεί μεταφορικά ή σε σχετικές φράσεις:
Estar en hervor de emociones.
(Να είσαι σε βρασμό συναισθημάτων.)
La discusión estaba en hervor cuando llegaron los moderadores.
(Η συζήτηση ήταν σε βρασμό όταν έφτασαν οι συντονιστές.)
Después de tanto tiempo, la indignación está en hervor.
(Μετά από τόσο καιρό, η οργή είναι σε βρασμό.)
Η λέξη "hervor" προέρχεται από το λατινικό "fervere", που σημαίνει "βράζω".
Συνώνυμα: - ebullición (βρασμός) - cocción (μαγείρεμα)
Αντώνυμα: - solidificación (συσσώρευση) - congelación (κατάψυξη)