Hidrofilidad είναι ουσιαστικό.
/hidrofiliðað/
Η hidrofilidad αναφέρεται στην ικανότητα μιας ουσίας να προσελκύει και να συγκρατεί νερό. Συνήθως χρησιμοποιείται σε επιστημονικά και τεχνικά συμφραζόμενα, όπως στη χημεία, τη βιολογία και τη βιοτεχνολογία. Η έννοια αυτή είναι σημαντική για την κατανόηση της επικοινωνίας μεταξύ του νερού και των βιολογικών συστημάτων.
Η χρήση της είναι συχνή στον επιστημονικό λόγο, κυρίως σε γραπτό πλαίσιο, αλλά μπορεί επίσης να εμφανίζεται στον προφορικό λόγο κατά συζητήσεις σχετικές με την επιστήμη και την τεχνολογία.
La hidrofilidad de las células es esencial para su función en el organismo.
(Η υδροφιλία των κυττάρων είναι ουσιώδης για τη λειτουργία τους στον οργανισμό.)
En los estudios de química, la hidrofilidad de un compuesto determina su solubilidad en agua.
(Στις μελέτες χημείας, η υδροφιλία ενός συνθέτου καθορίζει τη διαλυτότητά του στο νερό.)
Η λέξη hidrofilidad δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Ωστόσο, μπορεί να συσχετιστεί με άλλες έννοιες επιστημονικού χαρακτήρα.
La importancia de la hidrofilidad en el diseño de fármacos.
(Η σημασία της υδροφιλίας στον σχεδιασμό φαρμάκων.)
El estudio de la hidrofilidad nos ayuda a comprender mejor las interacciones biológicas.
(Η μελέτη της υδροφιλίας μας βοηθά να κατανοήσουμε καλύτερα τις βιολογικές αλληλεπιδράσεις.)
La hidrofilidad de los materiales influye en su uso en la construcción.
(Η υδροφιλία των υλικών επηρεάζει τη χρήση τους στην κατασκευή.)
Η λέξη hidrofilidad προέρχεται από την ελληνική λέξη "ὕδωρ" (hydor), που σημαίνει "νερό", και τη λατινική κατάληξη "-idad", που σημαίνει "ιδιότητα".
Συνώνυμα: - Υδροφιλική ικανότητα - Υδροφιλία
Αντώνυμα: - Υδροφοβία (hydrofobia) – η ικανότητα να απομακρύνεται από το νερό.