Η λέξη "hiel" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "hiel" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /jel/.
Η λέξη "hiel" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως: - χολή
Η "hiel" αναφέρεται στο υγρό που παράγεται από το ήπαρ και αποθηκεύεται στη χοληδόχο κύστη, το οποίο παίζει σημαντικό ρόλο στη διαδικασία της πέψης των λιπαρών τροφών. Στην Ισπανική γλώσσα, η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως σε ιατρικά ή βιολογικά πλαίσια. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή σε ιατρικά κείμενα και λιγότερη στον προφορικό λόγο, όπου οι μη ειδικοί ενδέχεται να προτιμούν να αναφέρονται σε γενικότερες έννοιες της χολής.
El hígado produce hiel para ayudar en la digestión.
(Το ήπαρ παράγει χολή για να βοηθήσει στην πέψη.)
La hiel se almacena en la vesícula biliar.
(Η χολή αποθηκεύεται στη χοληδόχο κύστη.)
Η λέξη "hiel" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
"Tener hiel en el corazón"
(Να έχεις χολή στην καρδιά) - Σημαίνει να είσαι κακός ή επιφυλακτικός απέναντι στους άλλους.
Προτάση: Ella tiene hiel en el corazón y no confía en nadie.
(Αυτή έχει χολή στην καρδιά και δεν εμπιστεύεται κανέναν.)
"Ver con hiel los acontecimientos"
(Να βλέπεις γεγονότα με χολή) - Σημαίνει να έχεις απαισιόδοξη ή κακή άποψη για τα πράγματα.
A veces, tiende a ver con hiel los acontecimientos futuros.
(Μερικές φορές, έχει την τάση να βλέπει τα μελλοντικά γεγονότα με χολή.)
"Sabe a hiel"
(Γεύση χολής) - Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που έχει πικρή ή δυσάρεστη γεύση.
Ese alimento sabe a hiel y no me gusta.
(Αυτή η τροφή έχει γεύση χολής και δεν μου αρέσει.)
Η λέξη "hiel" προέρχεται από το Λατινικό "fel", το οποίο αναφέρεται στη χολή ή σε παρόμοια υγρά.
Συνώνυμα:
- Fel (σχετικά αρχαίο και σπάνιο).
Αντώνυμα:
- Ζωτική ουσία (σε θεραπευτικά ή θετικά συμφραζόμενα), αν και είναι δύσκολο να βρεθούν άμεσα αντώνυμα λόγω της ειδικότητας της λέξης.