Η λέξη "hielo" είναι ουσιαστικό (sustantivo).
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "hielo" στο Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο είναι: [ˈjelo].
Η λέξη "hielo" μεταφράζεται στα ελληνικά ως: - πάγος
Η λέξη "hielo" αναφέρεται στον παγωμένο νερό, δηλαδή σε μορφές νερού που είναι σε στερεά κατάσταση, όπως ο πάγος που σχηματίζεται σε χαμηλές θερμοκρασίες. Χρησιμοποιείται συχνά σε καθημερινές σχετικές αναφορές και σε επιστημονικά πεδία.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι υψηλή, ειδικά στον προφορικό λόγο σε συνδυασμούς που αφορούν τον καιρό, την ικανότητα να παγώσει το νερό ή τη χρήση του σε ποτά και φαγητά. Στον γραπτό λόγο, η λέξη εμφανίζεται επίσης συχνά σε περιγραφές και επιστημονικά κείμενα που σχετίζονται με τη φυσική και γεωγραφία.
"El hielo en el lago es muy grueso en invierno."
(Ο πάγος στη λίμνη είναι πολύ παχύς το χειμώνα.)
"Cuando dejo mi bebida afuera, el hielo se derrite."
(Όταν αφήνω το ποτό μου έξω, ο πάγος λιώνει.)
"El hielo es importante para conservar los alimentos."
(Ο πάγος είναι σημαντικός για τη συντήρηση των τροφών.)
Η λέξη "hielo" χρησιμοποιείται επίσης σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά. Ακολουθούν μερικές από αυτές:
"Estar en el hielo"
(Να είσαι στον πάγο.)
Σημαίνει ότι κάποιος βρίσκεται σε μια δύσκολη ή επικίνδυνη κατάσταση.
"Hacer hielo"
(Να κάνεις πάγο.)
Αυτό σημαίνει να δημιουργήσεις μια καλή σχέση ή να ετοιμάσεις κάτι για να κρυώσει, σαν σημασία της προετοιμασίας.
"Romper el hielo"
(Να σπάσεις τον πάγο.)
Αυτή η έκφραση σημαίνει να ξεκινήσεις μια συζήτηση ή να κάνεις κάτι για να διευκολύνεις τη σχέση με άλλους.
"Hielo en las venas"
(Πάγος στις φλέβες.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι πολύ ήρεμος και ψύχραιμος, συνήθως σε στρεσογόνες καταστάσεις.
Η λέξη "hielo" προέρχεται από την λατινική λέξη "gelum", η οποία σημαίνει "πάγος" ή "παγωνιά". Με την πάροδο του χρόνου, η λέξη έχει εξελιχθεί στα ισπανικά.
Συνώνυμα: - Hielo sólido (Solid ice) - Frío (Cold)
Αντώνυμα: - Calor (Heat) - Agua (Water)
Αυτή είναι μια ολοκληρωμένη παρουσίαση της λέξης "hielo".