hierbabuena - ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Φωνητική μεταγραφή: [jeɾβɑˈβwena]
Η hierbabuena αναφέρεται σε ένα φυτό της οικογένειας των χηλικόφυτων, γνωστό και ως μέντα (Mentha spicata). Χρησιμοποιείται ευρέως στη μαγειρική και τη φαρμακευτική, καθώς έχει ευχάριστο άρωμα και γεύση. Στα Ισπανικά, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά όταν αναφερόμαστε σε σάλτσες, ροφήματα ή πιάτα που περιλαμβάνουν μέντα. Η χρήση της είναι πιο συνήθης στον προφορικό λόγο, αν και εμφανίζεται επίσης σε γραπτό κείμενο που σχετίζεται με τη μαγειρική και τη βοτανική.
Me gusta agregar hierbabuena a mis ensaladas.
Μου αρέσει να προσθέτω μέντα στις σαλάτες μου.
El té con hierbabuena es muy refrescante.
Το τσάι με μέντα είναι πολύ δροσιστικό.
En algunas regiones, la hierbabuena se usa en cócteles.
Σε ορισμένες περιοχές, η μέντα χρησιμοποιείται σε κοκτέιλ.
Η λέξη hierbabuena δεν εμφανίζεται συχνά σε ιδιαίτερες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε προτάσεις που προσδιορίζουν μια ζωντάνια ή φρεσκάδα. Ακολουθούν μερικά παραδείγματα:
Con la hierbabuena, todo sabe mejor.
Με τη μέντα, όλα έχουν καλύτερη γεύση.
No hay mal que por bien no venga, como una infusión de hierbabuena.
Δεν υπάρχει κακό που να μην έρθει για καλό, όπως μια έγχυση με μέντα.
La frescura de la hierbabuena levanta el ánimo.
Η φρεσκάδα της μέντας ανασηκώνει τη διάθεση.
En la cocina, la hierbabuena es la chispa de la creatividad.
Στην κουζίνα, η μέντα είναι η σπίθα της δημιουργικότητας.
Η λέξη hierbabuena προέρχεται από τα ισπανικά "hierba" (βότανο) και "buena" (καλή), κάτι που υποδηλώνει την καλή ποιότητα και τη χρήση του φυτού στη μαγειρική.
Συνώνυμα: - Menta (γενικά) - Hierba buena (καλή βότα)
Αντώνυμα: - Σεβαστό ότι δεν υπάρχουν άμεσα αντώνυμα, καθώς η μέντα είναι μια ειδική κατηγορία φυτού, αλλά σε περιβάλλοντα γεύσης μπορεί να υπάρχουν φυτά ή γεύσεις που θεωρούνται λιγότερο ευχάριστες.