Η λέξη "higiene" αναφέρεται στην πρακτική της διατήρησης καθαριότητας και της πρόληψης ασθενειών, μέσω δειγμάτων συμπεριφοράς, διαδικασιών και κανόνων που αποσκοπούν στη διασφάλιση σαφή, υγιεινές συνθήκες. Χρησιμοποιείται συχνά σε ιατρικούς και γενικούς τομείς, περιλαμβάνοντας την προσωπική υγιεινή, την υγιεινή των τροφίμων και την υγιεινή του περιβάλλοντος. Η συχνότητα χρήσης της είναι καθόλου υψηλή, καθώς είναι μια έννοια που είναι κρίσιμη για την καθημερινή ζωή. Χρησιμοποιείται τόσο σε προφορικό λόγο όσο και σε γραπτό πλαίσιο, αν και είναι πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο σε ιατρικά κείμενα και οδηγίες.
La higiene personal es fundamental para la salud.
(Η προσωπική υγιεινή είναι θεμελιώδης για την υγεία.)
Es importante mantener la higiene en la cocina para evitar enfermedades.
(Είναι σημαντικό να διατηρούμε την υγιεινή στην κουζίνα για να αποφύγουμε ασθένειες.)
La higiene dental debe practicarse diariamente.
(Η οδοντική υγιεινή πρέπει να εφαρμόζεται καθημερινά.)
Hacer higiene mental
(Κάνω ψυχική υγιεινή): Αναφέρεται στη διαδικασία απομάκρυνσης αρνητικών σκέψεων ή έγνοιας για βελτίωση της ψυχικής ευημερίας.
Necesitas hacer higiene mental para sentirte mejor.
(Πρέπει να κάνεις ψυχική υγιεινή για να νιώσεις καλύτερα.)
Higiene ambiental
(Περιβαλλοντική υγιεινή): Εννοεί τις πρακτικές που προάγουν την καθαριότητα και τη διατήρηση του περιβάλλοντος.
La higiene ambiental es esencial en las ciudades modernas.
(Η περιβαλλοντική υγιεινή είναι ζωτικής σημασίας στις σύγχρονες πόλεις.)
Higiene personal
(Προσωπική υγιεινή): Αναφέρεται σε πρακτικές που διασφαλίζουν την καθαριότητα και την υγεία του ατόμου.
La higiene personal debe tomarse en serio.
(Η προσωπική υγιεινή πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά.)
Η λέξη "higiene" προέρχεται από τα ελληνικά "ὑγιεινός" (hygieinos), το οποίο σημαίνει «υγιής» ή «κατάλληλος για υγεία».