Η λέξη "hilacha" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/hilaˈtʃa/
Η λέξη "hilacha" αναφέρεται σε μια λεπτή κλωστή ή θραύσμα από υλικό που μπορεί να έχει ξεφτίσει από ένα ρούχο ή άλλο υφαντό. Χρησιμοποιείται συχνά όχι μόνο στην καθημερινή ομιλία αλλά και σε γραπτά κείμενα σχετιζόμενα με την ραφή και την υφαντουργία. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά καλή, και χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό λόγο.
"Me encontré una hilacha en mi camisa."
"Βρήκα μια κλωστή στη πουκάμισό μου."
"La hilacha de la tela se estaba deshilachando."
"Η κλωστή από το ύφασμα άρχισε να ξεφτίζει."
Η λέξη "hilacha" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες ιδιωματικές φράσεις, κυρίως σε αναφορές που αφορούν λεπτομέρειες ή παραδείγματα απλωμένων καταστάσεων.
"Está viviendo de hilachas."
"Ζει με ψίχουλα." (σημαίνει ότι κάποιος ζει με πολύ λίγο).
"No dejes que la verdad se convierta en hilacha."
"Μην αφήσεις την αλήθεια να γίνει κλωστή." (σημαίνει ότι πρέπει να διατηρείς την αλήθεια αδιαφοροποίητη).
"Construir una casa de hilachas es imposible."
"Είναι αδύνατο να χτίσεις ένα σπίτι από κλωστές." (σημαίνει ότι δεν μπορείς να βασιστείς σε αδύναμες βάσεις).
Η λέξη "hilacha" προέρχεται από το ισπανικό "hilo", που σημαίνει "κλωστή", με το κατάληξη "-acha", το οποίο δίνει την έννοια του μικρού ή του ελαφρού. Εδώ, η λέξη καταδεικνύει το θραύσμα μιας κλωστής.