Το "hilera" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/hilˈeɾa/
Η λέξη "hilera" αναφέρεται σε μια γραμμή ή σειρά από αντικείμενα, ανθρώπους ή οτιδήποτε μπορεί να διατεθεί τοποθετημένο σε παραταγμένη διάταξη. Χρησιμοποιείται κυρίως σε καθημερινές καταστάσεις και μπορεί να αναφέρεται σε φυσικά αντικείμενα, όπως καρέκλες, ή σε πιο αφηρημένες έννοιες, όπως σειρά σε μια διαδικασία.
Η χρήση της "hilera" είναι αρκετά συχνή και μπορεί να παρατηρηθεί τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Στον προφορικό λόγο, είναι πιο συχνή σε καθημερινές συνομιλίες, ενώ στον γραπτό λόγο τη συναντάμε σε αναφορές και περιγραφές.
Las sillas están en hilera.
Οι καρέκλες είναι σε σειρά.
El desfile avanzaba en hilera.
Η παρέλαση προχωρούσε σε σειρά.
Los alumnos formaron una hilera para entrar al aula.
Οι μαθητές σχημάτισαν μία σειρά για να μπουν στην τάξη.
Η λέξη "hilera" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που δηλώνουν σειρά ή διάταξη.
Estar en la misma hilera.
Να είσαι στην ίδια σειρά.
(Σημαίνει ότι βρίσκεσαι στην ίδια κατάσταση ή μαζί με άλλους.)
Día de la hilera.
Η μέρα της σειράς.
(Μια φράση που χρησιμοποιείται για να αναφέρεται σε μια μέρα κατά την οποία πρέπει να ακολουθήσεις έναν συγκεκριμένο προγραμματισμένο κανόνα ή διαδικασία.)
Hacer una hilera de flores.
Να φτιάξεις μια σειρά από λουλούδια.
(Χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία της τοποθέτησης λουλουδιών με τακτοποιημένο τρόπο.)
Cada cosa en su hilera.
Κάθε πράγμα στη σειρά του.
(Αυτή η φράση αναφέρεται στην ανάγκη για οργάνωση.)
Η "hilera" προέρχεται από τη μεσαιωνική λατινική λέξη "linea", που σημαίνει γραμμή ή σειρά.
Συνώνυμα: - línea (γραμμή) - serie (σειρά)
Αντώνυμα: - dispersión (διάσπαση) - desorden (αταξία)