Η λέξη "hilo" είναι ουσιαστικό (sustantivo).
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "hilo" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι /ˈilo/.
Η λέξη "hilo" στην ισπανική γλώσσα αναφέρεται συνήθως σε ένα λεπτό υλικό, όπως κλωστές ή νήματα, που χρησιμοποιούνται για ράψιμο ή πλέξιμο. Χρησιμοποιείται επίσης μεταφορικά για να υποδηλώσει μια σύνδεση ή μια ακολουθία ιδεών. Η χρήση της είναι αρκετά συχνή και μπορεί να βρίσκεται και στους προφορικούς και στους γραπτούς λόγους.
El hilo de la conversación se interrumpió.
(Ο νήμα της συζήτησης διακόπηκε.)
Necesito un hilo más fuerte para coser esta tela.
(Χρειάζομαι μια πιο δυνατή κλωστή για να ράψω αυτό το πανί.)
El autor teje un hilo de tensión a lo largo de la novela.
(Ο συγγραφέας πλέκει ένα νήμα έντασης σε όλο το μυθιστόρημα.)
Η λέξη "hilo" χρησιμοποιείται επίσης σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις:
Seguir el hilo.
(Ακολουθώ το νήμα.)
Μεταφράζεται ως "να παρακολουθώ την πορεία μιας συζήτησης ή σκέψης."
Echar hilo.
(Βάζω νήμα.)
Χρησιμοποιείται για να σημαίνει "να εκμαιεύω πληροφορίες."
Hilo conductor.
(Καθοδηγητικό νήμα.)
Αναφέρεται σε ένα κεντρικό θέμα ή ιδέα που συνδέει διάφορα σημεία ή στοιχεία.
Cortar el hilo.
(Κόβω το νήμα.)
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει το τέλος μιας σχέσης ή διαδικασίας.
Hilo de Ariadna.
(Νήμα της Αριάδνης.)
Αντιπροσωπεύει μια λύση σε δύσκολες καταστάσεις.
Η λέξη "hilo" προέρχεται από το λατινικό "filum", που σημαίνει "νήμα" ή "κλωστή".
Συνώνυμα: - Línea (γραμμή) - Hilo conductor (καθοδηγητικό νήμα)
Αντώνυμα: - Oquedad (κενό) - Desunión (ασυνέχεια)
Η λέξη "hilo" έχει ευρεία χρήση στην ισπανική γλώσσα και συνδέεται με διαφορετικά πεδία, όπως η ραπτική, η λογοτεχνία και η επικοινωνία.